Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

περιστερῶν

См. также в других словарях:

  • περιστερῶν — περιστερά common pigeon fem gen pl περιστερεών dovecote masc nom/voc sg περιστερός common pigeon masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Άγιος Ιωάννης Περιστερών — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 42 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νησιού. Ο οικισμός φημίζεται ιδιαίτερα για το φυσικό περιβάλλον του. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μελιτειέων …   Dictionary of Greek

  • νεοσσός — ο (ΑΜ νεοσσός και νοσσός, Α αττ. τ. νεοττός) 1. (γενικά) μικρό πουλί που μόλις βγήκε από το αβγό του («ἐὰν δὲ μὴ εὑρίσκῃ ἡ χεὶρ αὐτοῡ... δύο νεοσσοὺς περιστερῶν», ΠΔ) 2. άνθρωπος ή ζώο που μόλις γεννήθηκε, νεογνό ζώου ή ανθρώπου νεοελλ. (ειδικά)… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

  • Στρογγυλή — I Όνομα δύο μικρών νησιών. Το ένα βρίσκεται κοντά στο Καστελλόριζο και είναι το ανατολικότερο τμήμα της ελληνικής γης. Το άλλο βρίσκεται κοντά στην Εύβοια και υπάγεται στην κοινότητα Λιχάδας της επαρχίας Ιστιαίας. Το νησί αυτό είναι κατάφυτο και… …   Dictionary of Greek

  • περιστερῶνα — περιστερεών dovecote masc acc sg περιστερών masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»