-
1 περιορίζω
[пэриоризо] р. ограничивать, обуздывать, сдерживать.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > περιορίζω
-
2 περιορίζω
[αγκρανίτσιβατ'σα] ρ περιορίζομαι -
3 ограничивать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ограничивать
-
4 свернуть
свернуть 1) διπλώνω· τυλίγω (трубкой) 2) (с пути) γυρίζω, στρίβω; \свернуть направо (налево) στρίβω δεξιά ( αριστερά) 3) (сократить) περιορίζω, μειώνω· \свернуть производство περιορίζω την παραγωγή* * *1) διπλώνω; τυλίγω ( трубкой)2) ( с пути) γυρίζω, στρίβωсверну́ть напра́во (нале́во) — στρίβω δεξιά (αριστερά)
3) ( сократить) περιορίζω, μειώνωсверну́ть произво́дство — περιορίζω την παραγωγή
-
5 свести
сведу, сведшь, παρλθ. свл, свела, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. сведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сведенный, βρ: -ден, -дена, -но,επιρ. μτχ. сведя ρ.σ.μ.1. κατεβάζω, βοηθώ να κατέβει•свести слепого с лестницы κατεβάζω τον τυφλό από τη σκάλα.
2. βλ. отвести (1 σημ.),3. βλ. сводить 1.4. αναμερίζω, απομακρύνω•лошадь с дороги παίρνω το άλογο από το δρόμο.
5. αφαιρώ, εξαλείφω, βγάζω•свести пятно βγάζω το λεκέ.
6. κόβω (το δάσος).7. ανταμώνω, φέρω σε συνάντηση, γνωρίζω κάποιον με άλλον. || πιάνω (φιλία, γνωριμία κ.τ.τ.).8. προσεγγίζω, πλησιάζω, φέρω κοντά•свести ветки деревьев συμμαζεύω τα κλαδιά των δέντρων•
-брови σμίγω τα φρύδια, κάνω συνοφρύωση.
|| συνδέω, ενώνω. || συγκεντρώνω, συνάζω, συναθροίζω.9. τεντώνω, σφίγγω• μουδιάζω, ξυλιάζω.10. συνενώνω, συγχωνεύω. || λογαρ ιάζω, συγκεφαλαιώνω, συνοψίζω.11. περιορίζω, περιστέλλω, λιγοστεύω, ελαττώνω•свести курение περιορίζω το κάπνισμα•
свести расходы к минимому περιορίζω τα έξοδα στο ελάχιστο.
|| φέρω, πε.-ριάγω.12. βγάζω, μεταφέρω, αποτυπώνω, ξεσηκώνω•свести рисунок на папиросную бумагу βγάζω το σχέδιο σε χαρτί τσιγαρόχαρτου.
εκφρ.свести счты – ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς με κάποιον•свести с престола – εκθρονίζω•свести с пьедестала (высоты) – αμαυρώνω (την αίγλη, τιμή,υπόληψη).1. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω.2. περιορίζομαι, περιστέλλομαι•расходы -лись к минимому τα έξοδα περιορίστηκαν στο ελάχιστο.
3. αποτυπώνομαι, ξεσηκώνομαι, βγαίνω (για σχέδια κ.τ.τ.). ] περιάγο-μαι, περιέρχομαι• καταντώ, καταλήγω•серь-зный разговор -лся на болтовню η σοβαρή συνομιλία κατέληξε σε φλυαρία.
-
6 сократить
-ащу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сокращнный, -щн, -щена, -щеноρ.σ.μ.1. συντομεύω, βραχύνω, κονταίνω• περικόπτω, κόβω•сократить путь συντομεύω το δρόμο•
сократить статью περικόπτω το άρθρο.
|| σχηματίζω αρκτικόλεξα, ή συντετμημένα ή βραχυγραφίες λέξεων ή σύνθετες συντομογραφίες.2. μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• περιορίζω•сократить расходы περιορίζω τα έξοδα•
сократить армжю μειώνω την αρι,θμητική δύναμη του στρατού.
3. απολύω από τη δουλειά (λόγω περιορισμού εργατικής δύναμης ή προσωπικού).4. (απλ.) χαλιναγωγώ, περιορίζω, δεσμεύω, συγκρατώ.5. (μαθ.) απλοποιώ.1. συντομεύομαι, βραχύνομαι, κονταίνω, μικραίνω•расстояние -лось η απόσταση μίκραινε•
дни -лись οι μέρες μίκραιναν.
2. μειώνομαι, ελαττώνομαι, λιγοστεύω.3. συστέλομαι, μαζεύω (για υφάσματα, όργανα του σώματος).4. (μαθ.) απλοποιούμαι. -
7 урезать
1. (уменьшить, укоротить) κόβω, κονταίνω, μικραίνω 2. (убавить, сократить) μειώνω, ελαττώνω, περιορίζωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > урезать
-
8 ограничивать
-
9 зажимать
зажиматьнесов1. (стискивать) σφίγγω, συμπιέζω, ζουλώ:\зажимать и руке́ σφίγγω στό χέρι·2. (плотно закрывать) βουλώνω, στουμπώνω, κλείνω:\зажимать у́ши βουλώνω τ' αὐτιά μου·3. перен разг περιορίζω, ἐμποδίζω, πνίγω:\зажимать инициативу πνίγω (или περιορίζω) τήν πρωτοβουλία· ◊ \зажимать рот кому-л. κλείνω τό στόμα κάποιου. -
10 свертывать
свертыватьнесов1. τυλίγω (скатывать)/ διπλώνω (складывать):\свертывать цигарку στρίβω τσιγάρο· \свертывать паруса μαζεύω τά πανιά·2. (лепестки, листья \свертывать о растениях) μαζεύω, μαζεύομαι·3. (сокращать) περιορίζω, μειώνω, συμπτύσσω:\свертывать производство περιορίζω τήν παραγωγἤ ◊ \свертывать лагерь σηκώνω τήν κατασκήνωση. -
11 сводить
сводить Iсов (отводить) ὁδηγώ, πηγαίνω (μετ.):\сводить ребенка в школу πηγαίνω τό παιδί στό σχολείο.своди||ть IIнесов (βΗίίή κατεβάζω:\сводить,с лвстницы κατεβάζω ἀπό τή σκάλα· ί· (Уводить) ἀπομακρύνω, βγάζω:\сводить с дороги ἀπομακρύνω ἀπό τό δρόμο·3. (увалять) βγάζω, ἀφαιρώ, ἐξαλείφω, ἐξαφανίζω:^, бородавку ἀφαιρώ τήν κρεα-τοελτια· \сводить пятно βγάζω λεκέ·4. (соединять) еу<5усо. συνδέω:судьба \сводитьла нас не раз ἡ.^χ-, μ-,ς 5φερε κοντά ἐπανει-λημενως·5. (κ чему-л.) φέρνω, περιορίζω:\сводить к нулю „ на нет ἐΚμηδενίζω· \сводить κ шутке τό γυρίζω <„0 ἀστε-0· \сводить κ минимуму περιορίζω στό ἐλάχιστο·6. (о судороге) συσπώ, συστέλλω:ру́ку сводит τό χέρι του ἐχει συσπάσεις, τό χέρι του ἐπαθε συστολή·7. (рисунок) μεταφέρω σχέδιο, ξεσηκώνω·8. (собирать, соединять в одно целое) συγκεντρώνω:\сводить данные в таблицу συγκεντρώνω τά στοιχεία σέ πίνακα· ◊ \сводить с ума τρελαίνω· \сводить концы с концами τά φέρνω βόλτα, τά βγάζω πέρα· \сводить счеты с кем-л. ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς· глаз не \сводить с кого-л. δέν ξεκολλάω τό βλέμμα μου, δέν σηκώνω τά μάτια μου ἀπό κάπου. -
12 стеснять
стеснятьнесов в разн. знач. στενοχωρώ, δυσκολεύω, ἐμποδίζω, περιορίζω:\стеснять чью-л. свободу περιορίζω τήν ἐλευθερία κάποιου· \стеснять движения δυσκολεύω τίς κινήσεις· \стеснять материально στενοχωρώ οίκονομικά· вы нас не бу́дете \стеснять δέν θά μας δώσετε βάρος. -
13 ущемлять
ущемлятьнесов1. μαγγώνω, σφίγγω, πιάνω·2. перен (ограничивать, уменьшать) περιορίζω:\ущемлять чьи́-л. права περιορίζω τά δικαιώματα κάποιου· \ущемлять чьй-л. интересы βλάπτω τά συμφέροντα κάποιου· \ущемлять авторитет θίγω τό κῦρος·3. перен (оскорблять) προσβάλλω, θίγω:\ущемлять самолюбие θίγω τό φιλότιμο. -
14 интернировать
-рую, -руешьρ.δ.κ.σ.μ. εγκλείω, περιορίζω, κατακρατώ, περιορίζω.κατακρατούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
15 приуменьшить
-еньшу, -еньшишьρ.σ.μ. ελαττώνω, μειώνω, λιγοστεύω• περιορίζω•расходы περιορίζω τα έξοδα.
-
16 связать
свяжу, свяжешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. связанный, βρ: -зал, -а, -о ρ.σ.μ.1. δένω•связать кому руки вервкой δένω κάποιου τα χέρια με τριχιά•
связать свои вещи δένω τα πράγματα μου•
связать в узел δένω κόμπο.
2. συνδέω, ενώνω•связать брусья в раму συνδέω τα δοκάρια σε πλαίσια.
|| μτφ. περιορίζω, περιστέλλω• συγκρατώ•связать инициативу масс περιορίζω την πρωτοβουλία των μαζών•
связать себя словом δένομαι με υπόσχεση, πιάνομαι από λόγο•
меня -ла се-миная жизнь με έδεσε (καθήλωσε) η οικογενειακή ζωή.
3. μτφ. συνδέω συγκοινωνιακά.4. συσταινω, γνωρίζω, σχετίζω.5. συνδυάζω•личные интересен с общественными συνδυάζω τα ατομικά συμφέροντα με τα κοινωνικά.
|| συνεπιφέρω, συνεπάγομαι, έχω ως αποτέλεσμα•поездка связана с большими расходами το ταξίδι συνεπάγεται μεγάλα έξοδα,
6. τΐλέκω•связать носки πλέκω αντρικές κάλτσες.
7. (χημ.) ενώνω, κάνω ένωση (στοιχείων).εκφρ.связать язык кому – κάνω κάποιον να δαγκώσει τη γλώσσα του, να το βουλώσει (να σιγήσει)•связать концы с концами – συνταιριάζω, κάνω.να συμφωνήσουν•по рукам и ногам кого ή связать руки кому – δένω χειροπόδαρα κάποιον ή δένω τα χέρια κάποιου (καθιστώ ανίσχυρο να αντιδράσει)•не мочь связать двух слов – δε μπορώ να αρθρώσω δυο λέξεις.1. δένομαι•акробат -лся хорошо ο ακροβάτης δέθηκε καλά.
2. επικοινωνώ, συνδέομαι•связать по телефону επικοινωνώ με το τηλέφωνο,
3. συνάπτω (πιάνω) σχέσεις, συσχετίζομαι•не -тесь с ними μη σχετίζεστε με αυτούς.
4. συνδυάζομαι. -
17 теснить
-ню, -нишьρ.δ.μ.1. στενεύω, περιορίζω το πλάτος. || πιέζω, ωθώ, σπρώχνω• σφίγγω. || μτφ. περιορίζω.2. στριμώχνω.3. μτφ. καταπιέζω• τυραννώ.4. σφίγγω, στενεύω (για ρούχα, υποδήματα).1. συνωστίζομαι, συνωθούμαι, στριμώχνομαι.2. παλ. πιέζομαι, σφίγγομαι•моё сердце -ится η καρδιά μου σφίγγεται.
3. ωθούμαι, σπρώχνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. εκτός της 4 σημ. -
18 убавить
-влю -вишь ρ.σ.μ.μειώνω, ελαττώνω, λιγοστεύω• περιορίζω, συντομεύω• κοντεύω, βραχύνω•убавить цену κατεβάζω την τιμή•
убавить размер μειώνω το μέγεθος•
убавить скорость ελαττώνω την ταχύτητα•
убавить расходы περιορίζω τα έξοδα•
убавить свет ή света λιγοστεύω το φως•
убавить рукава κοντεύω τα μανίκια•
убавить срок συντομεύω την προθεσμία.
|| αδυνατίζω, ξεπέφτω, χάνω από το βάρος μου•убавить в весе χάνω από το βάρος μου.
μειώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
19 вывоз
1. (отправка, доставка) η μεταφοράη μετακόμιση2. эк. η εξαγωγ/ήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вывоз
-
20 импульс
1. (механический) η ώση, η ώθηση, η ορμή, η ποσότητα της κίνησης- ракетного двигателя удельный η (καθαρή) ώση του πυραυλοκινητήρα (Ν x sec. kg)2. (волновой) о παλμ/ός, η κίνησηгасящий (тлв.) - σβέσηςединичный (вид испытательного сигнала в системах автоматического управления) - μονός -зондирующий (рлк) - ερεύνης/έρευναςкомандный(рлк.) - ελέγχουмешающий (тлв) - περιττός -, τοεμπόδιοпороговый - οριακός/χαμηλός -прямой - (рлк.) ευθύς/κύριος -стирающий «<■ σβέσηςуправляющий - ελέγχου/χειρισμού- электромагнитного поля - του ηλεκτρικού πεδίου, ηλεκτρομαγνητικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > импульс
См. также в других словарях:
περιορίζω — mark by boundaries pres subj act 1st sg περιορίζω mark by boundaries pres ind act 1st sg περϊορίζω , περιορίζω mark by boundaries pres subj act 1st sg περϊορίζω , περιορίζω mark by boundaries pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορίζω — περιορίζω, περιόρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
περιορίζω — ΝΜΑ [ορίζω] 1. θέτω όρια γύρω από κάτι, περικλείω κάτι μέσα σε όρια (α. «περιορίζεται σε φραγμένο χώρο» β. «ἄνευ τοῡ περιορίζοντος» χωρίς όριο, χωρίς σύνορο, Πλούτ.) 2. θέτω όρια, βάζω φραγμούς σε κάτι, μετριάζω (α. «περιορίζω τα έξοδά μου» β.… … Dictionary of Greek
περιορίζω — περιόρισα, περιορίστηκα, περιορισμένος: 1. κλείνω μέσα: Την περιόρισαν σε μοναστήρι. 2. ελαττώνω, μετριάζω: Περιορίζω τις απαιτήσεις μου, τις δαπάνες, το πιοτό. 3. συγκρατώ, συνετίζω, χαλιναγωγώ, περιμαζεύω: Περιόρισε τα παιδιά της, γιατί… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιορίσει — περιορίζω mark by boundaries aor subj act 3rd sg (epic) περιορίζω mark by boundaries fut ind mid 2nd sg περιορίζω mark by boundaries fut ind act 3rd sg περϊορίσει , περιορίζω mark by boundaries aor subj act 3rd sg (epic) περϊορίσει , περιορίζω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορίσῃ — περιορίζω mark by boundaries aor subj mid 2nd sg περιορίζω mark by boundaries aor subj act 3rd sg περιορίζω mark by boundaries fut ind mid 2nd sg περϊορίσῃ , περιορίζω mark by boundaries aor subj mid 2nd sg περϊορίσῃ , περιορίζω mark by… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοριζομένων — περιορίζω mark by boundaries pres part mp fem gen pl περιορίζω mark by boundaries pres part mp masc/neut gen pl περϊοριζομένων , περιορίζω mark by boundaries pres part mp fem gen pl περϊοριζομένων , περιορίζω mark by boundaries pres part mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοριζόμενον — περιορίζω mark by boundaries pres part mp masc acc sg περιορίζω mark by boundaries pres part mp neut nom/voc/acc sg περϊοριζόμενον , περιορίζω mark by boundaries pres part mp masc acc sg περϊοριζόμενον , περιορίζω mark by boundaries pres part mp… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιοριζόντων — περιορίζω mark by boundaries pres part act masc/neut gen pl περιορίζω mark by boundaries pres imperat act 3rd pl περϊοριζόντων , περιορίζω mark by boundaries pres part act masc/neut gen pl περϊοριζόντων , περιορίζω mark by boundaries pres imperat … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορισθέντα — περιορίζω mark by boundaries aor part pass neut nom/voc/acc pl περιορίζω mark by boundaries aor part pass masc acc sg περϊορισθέντα , περιορίζω mark by boundaries aor part pass neut nom/voc/acc pl περϊορισθέντα , περιορίζω mark by boundaries aor… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιορίζει — περιορίζω mark by boundaries pres ind mp 2nd sg περιορίζω mark by boundaries pres ind act 3rd sg περϊορίζει , περιορίζω mark by boundaries pres ind mp 2nd sg περϊορίζει , περιορίζω mark by boundaries pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)