-
1 τυλίγω
[тилиго] р. завертывать, заворачивать, свертывать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > τυλίγω
-
2 накручивать
τυλίγω, στρίβω, περιστρέφω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > накручивать
-
3 обвернуть
τυλίγω, περιτυλίγω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обвернуть
-
4 обматывать
τυλίγω, περιτυλίγω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обматывать
-
5 закутать
ρ.α.μ. τυλίγω, κουκουλώνω•закутать ребенка в одвяло τυλίγω το παιδάκι με την κουβέρτα•
закутать шею шарфом τυλίγω το λαιμό με το κασκόλ.
τυλίγομαι, κουκουλώνομαι. -
6 замотать
замотать 1ρ.σ.μ.1. (περι)τυλίγω, κουβαριάζω, μαζεύω•замотать удочку μαζεύω την πετονιά.
|| (περι)δένω•замотать поклажу веревкой δένω τις αποσκευές με τριχιά.
|| κουκουλώνω, περιβάλλω, περικαλύπτω•замотать шею шарфом τυλίγω το λαιμό με κασκόλ.
2. κουνώ πέρα-δώθε•собака -ет хвостом το σκυλί κουνά πέρα-δώθε την ουρά. κατακουράζω, καταπονώ, καταβασανίζω, ξεθεώνω.
3. (απλ.) κατακρατώ, κρατώ παράνομα.1. (εροτυλίγομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2, 3 σημ.).2. απλ. παλ.) μπερδεύομαι, πελαγώνω.замотать 2ρ.σ.μ. αρχίζω να τυλίγω κλπ. ρ. βλ. замотать 1.αρχίζω να τυλίγομαι. -
7 захлёстывать
1. (напр. верёвку, канат) συνδέω, τυλίγω 2. (полосу на барабан моталки) τυλίγω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > захлёстывать
-
8 завернуть
завернуть, завёртывать 1) (в бумагу) τυλίγω, αμπαλάρω заверните, пожалуйста τυλίξτε μου, παρακαλώ 2) (повернуть) γυρίζω, στρέφω \завернуть за угол στρίβω γωνία \завернуться τυλίγομαι* * *= завёртывать1) ( в бумагу) τυλίγω, αμπαλάρωзаверни́те, пожа́луйст— τυλίξτε μου, παρακαλώ
2) ( повернуть) γυρίζω, στρέφωзаверн́уть за́ угол — στρίβω γωνία
-
9 закутать
-
10 кутать
-
11 обернуть
-
12 свернуть
свернуть 1) διπλώνω· τυλίγω (трубкой) 2) (с пути) γυρίζω, στρίβω; \свернуть направо (налево) στρίβω δεξιά ( αριστερά) 3) (сократить) περιορίζω, μειώνω· \свернуть производство περιορίζω την παραγωγή* * *1) διπλώνω; τυλίγω ( трубкой)2) ( с пути) γυρίζω, στρίβωсверну́ть напра́во (нале́во) — στρίβω δεξιά (αριστερά)
3) ( сократить) περιορίζω, μειώνωсверну́ть произво́дство — περιορίζω την παραγωγή
-
13 закатывать
закатывать Iнесов (во что-л.) τυλίγω, μαζεύω:\закатывать в полотенце τυλίγω στήν πετσέτα.закатывать IIнесов (мяч и т. п.) ὀδηγῶ κυλώντας, κυλώ· ◊ \закатывать глаза παθαίνω βολβοστρόφους κρίσεις· \закатывать истерику разг ἀρχίζω ὑστερισμούς. -
14 закутать
закутатьсов, закутывать несов τυλίγω, κουκουλώνω, σκεπάζω:\закутать ребенка в одеяло κουκουλώνω τό παιδί μέ τήν κουβέρχα· \закутать шею шарфом τυλίγω τό λαιμό μου μέ κασκόλ. -
15 окутать
оку́татьсов, окутывать несов1. τυλίγω, σκεπάζω, (περι)κάλύπτω / κουκουλώνω (закутать)·2. перен σκεπάζω, τυλίγω. -
16 оплести
оплести́сов, оплетать несов1. τυλίγω, πλέκω γύρω-γύρω / ψαθώνω (соломой)·2. (обманывать) разг τυλίγω κάποιον, ἐξαπατώ. -
17 завернуть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. завернутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.1. μ. τυλίγω, περιτυλίσσω•завернуть покупки в бумагу τυλίγω τα ψώνια με χαρτί.
2. μ. γυρίζω, ανεβάζω, μαζεύω•завернуть рукав μαζεύω το μανίκι•
завернуть подол μαζεύω το γύρο (ποδόγυρο).
3. αμ. στρίβω, κάνω, παίρνω στροφή, κόβω, γυρίζω•завернуть налево στρίβω αριστερά.
4. περνώ, μπαίνω διερχόμενος•он проездом -ул в деревню διαβαίνοντας αυτός κοντά πέρασε κι από το χωριό.
5. βιδώνω•завернуть гайку βιδώνω το περικόχλιο.
|| κλείνω, σταματώ, σβήνω•завернуть кран ή воду κλείνω τη βρύση, το νερό•
завернуть газ σβήνω το φωταέριο.
6. επιπίπτω, πέφτω, ενσκήπτω•-ли морозы έπεσε παγετός.
1. τυλίγομαι, κουκουλώνομαι•-в одеяло τυλίγομαι με το πάπλωμα•
завернуть в шинель κουκουλώνομαι με τη χλαίνη.
2. ανασύρομαι, ανασηκώνομαι.3. βιδώνομαι σφιχτά, σφίγγω•кран -лся η βρύση έσφιξε (έκλεισε καλά).
-
18 закатать
ρ.σ.μ.1. τυλίγω κυλώντας•закатать за-чинку в тесто τυλίγω παραγέμι,σμα σε ζυμαρόφυλλο.
2. ανασκουμπώνω, αναδιπλώνω, μαζεύω. || περιτυλίγω.3. ισοπεδώνω•закатать дорогу ισοπεδώνω το δρόμο.
4. (απλ.) στέλλω•закатать в тюрьму, в каторгу στέλλω στη φυλακή, στα κάτεργα.
5. κατακουράζω με την αμαξάδα.6. αρχίζω να κυλώ κλπ. ρ. ενεργ. φ. βλ. κ. катать.1. αναδιπλώνομαι, μαζεύομαι επάνω.2. με τραβά, μου αρέσει η αμαξάδα• κουράζομαι από την πολλή αμαξάδα.3. αρχίζω να κυλιέμαι κλπ. ρ. βλ. кататься. -
19 обвить
обовью, обовьшь, παρλθ. χρ. обвил, -ла, -ло, προστκ. обвей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обвитый, βρ: -вит, -а, -о ρ.σ.μ.1. (με δοτ.) (περι)τυλίγω, -σσω• περιελίσσω•обвить косы вокруг головы τυλίγω τις πλεζούδες γύρω στο κεφάλι•
плющ -ил террасу ο κισσός περιτύλιξε την ταράτσα.
|| (για σκοτάδι, ομίχλη) καλύπτω, σκεπάζω.2. αγκαλιάζω.περιτυλίγομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
20 переплести
-плету, -плетёшь, παρλθ. χρ. переплл-плела, -лб, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переплетнный, βρ: -тн, -тена,, -теноρ.σ.μ.1. δένω• βιβλιοδετώ•он -л свою книгу αυτός έδεσε το βιβλίο του.
2. τυλίγω, πλέκω. || συνδέω, ενώνω. || (περι)τυλίγω, (περι)ελίσσω. || μτφ. συνδέομαι αδιάρρηκτα.3. ξαναπλέκω•переплести косы ξαναπλέκω τις κοσίδες.
περιτυλίγομαι, περιελίσσομαι. || συνδέομαι αδιάρρηκτα.
См. также в других словарях:
τυλίγω — και τυλίζω τύλιξα, τυλίχτηκα, τυλιγμένος 1. μαζεύω κάτι και το στρέφω γύρω από τον εαυτό του ή από κάτι άλλο, κουβαριάζω, κουλουριάζω: Τυλίγω την κλωστή. 2. περικαλύπτω, περιβάλλω κάτι με κάλυμμα: Τύλιξέ μου το ψωμί σε χαρτί. 3. μτφ., εξαπατώ,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τυλίγω — τυλίγω, τύλιξα βλ. πίν. 21 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
τυλίγω — τυλίσσω, ΝΜΑ, και τυλίζω Ν, και αττ. τ. τυλίττω Α (ιδίως σχετικά με νήμα, ταινία, ύφασμα ή σύρμα) περιελίσσω, στρέφω κάτι γύρω από τον εαυτό του ή γύρω από κάτι άλλο, κουλουριάζω, κουβαριάζω (α. «τής έρριψε μίαν ανεμόσκαλαν μεταξωτήν, τυλιγμένην… … Dictionary of Greek
μπαντάρω — τυλίγω με επίδεσμο, επιδένω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. banda «επίδεσμος»] … Dictionary of Greek
σεντονιάζω — τυλίγω με σεντόνι: Σεντονιάζω το πάπλωμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
περιελίσσω — ΝΜΑ τυλίγω κάτι γύρω από κάτι άλλο νεοελλ. 1. ναυτ. περιβάλλω, τυλίγω με λεπτή δετηρία άλλο χοντρότερο σχοινί, κν. πατερνάρω 2. φρ. «περιελισσόμενα φυτά» τα αναρριχώμενα φυτά αρχ. 1. περιστρέφομαι, κουλουριάζομαι γύρω από κάτι 2. κατασκευάζω γύρω … Dictionary of Greek
αναπηνίζω — (Α ἀναπηνίζομαι) (για νήμα) ξετυλίγω νήμα και, κυρίως, τραβώ την κλωστή τού μεταξοσκώληκα νεοελλ. 1. ξετυλίγω τη μεταξωτή κλωστή από το κουκούλι τού μεταξοσκώληκα και τήν τυλίγω σε μασούρι, μπομπίνα ή ανέμη 2. ξετυλίγω νήμα από μασούρι ή κούκλα… … Dictionary of Greek
κατατυλίγω — (Α κατατυλίττω) (επιτ. τ. τού τυλίγω, τυλίττω*) νεοελλ. 1. τυλίγω σφιχτά 2. καλύπτω με επιμέλεια αρχ. τυλίγω εντελώς, μαζεύω τελείως … Dictionary of Greek
αναμηρύομαι — ἀναμηρύομαι (ΑΜ) 1. τυλίγω, μαζεύω (κλωστή κ.λπ.) 2. συνοψίζω, ανακεφαλαιώνω 3. επαναλαμβάνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + μηρύομαι «μαζεύω, τυλίγω, παρατάσσω»] … Dictionary of Greek
κουβαριάζω — και κουβαρίζω (Μ κουβαριάζω και κουβαρίζω) [κουβάρι] τυλίγω νήμα σε κουβάρι νεοελλ. 1. συστρέφω ή τσαλακώνω κάτι («έβγαλε από το κεφάλι τη μπόλια της και κουβαριάζοντάς την τήν έριξε χάμου με ορμή», Θεοτ.) 2. εξαπατώ κάποιον, τόν τυλίγω 3. μέσ.… … Dictionary of Greek
περιτυλίσσω — ΝΜΑ και περιτυλίγω Ν 1. τυλίγω κάτι γύρω γύρω, καλύπτω κάτι από παντού 2. τυλίγω κάτι γύρω από κάτι άλλο … Dictionary of Greek