-
1 διπλώνω
[диплоно] р. складывать, сгибать вдвое,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > διπλώνω
-
2 перегибать
διπλώνω, λυγίζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > перегибать
-
3 сложить
сложить 1) δένω, ταχτοποιώ; \сложить вещи δένω τα πράγματα μου 2) (согнуть) διπλώνω; \сложить газету διπλώνω την εφημερίδα 3) мат. προσθέτω* * *1) δένω, ταχτοποιώсложи́ть ве́щи — δένω τα πράγματά μου
2) ( согнуть) διπλώνωсложи́ть газе́ту — διπλώνω την εφημερίδα
3) мат. προσθέτω -
4 перегнуть
-гну, -гншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перегнутый, βρ: -гнут, -а, -оρ.σ.μ.1. διπλώνω•перегнуть лист бумаги пополам διπλώνω το φύλλο χαρτιού στα δυό.
|| λυγίζω, κάμπτω•голову κάμπτω το κεφάλι.
2. παρακάμπτω, λυγίζω πάνω από το κανονικό.3. μτφ. ενδίδω, κα•перегнуть ч μπτομαι, λυγίζω, τα διπλώνω, υπείκω.
εκφρ.перегнуть палку – το παρακάνω, το παραξηλώνω.διπλώνομαι. || (για σώμα) κάμπτομαι, λυγίζω. -
5 вдвое
вдвое διπλά, διπλάσια" \вдвое больше (меньше) δυο φορές περισσότερο (λιγότερο, μικρότερο) \вдвое увеличить διπλασιάζω сгибать \вдвое διπλώνω* * *διπλά, διπλάσιαвдво́е бо́льше (ме́ньше) — δυο φορές περισσότερο (λιγότερο, μικρότερο)
вдво́е увели́чить — διπλασιάζω
сгиба́ть вдво́е — διπλώνω
-
6 загнуть
-
7 свернуть
свернуть 1) διπλώνω· τυλίγω (трубкой) 2) (с пути) γυρίζω, στρίβω; \свернуть направо (налево) στρίβω δεξιά ( αριστερά) 3) (сократить) περιορίζω, μειώνω· \свернуть производство περιορίζω την παραγωγή* * *1) διπλώνω; τυλίγω ( трубкой)2) ( с пути) γυρίζω, στρίβωсверну́ть напра́во (нале́во) — στρίβω δεξιά (αριστερά)
3) ( сократить) περιορίζω, μειώνωсверну́ть произво́дство — περιορίζω την παραγωγή
-
8 пасовать
пасоватьнесов1. карт. κάνω (или πηγαίνω, πάω) πάσσο·2. перен (перед кем-л., чем-л.) τά διπλώνω, ὑποχωρώ:\пасовать перед тру́диостями τά διπλώνω μπροστά στίς δυσκολίες. -
9 складывать
складыва||тьнесоз.1. τακτοποιώ, βάζω μαζί:\складывать вещи (при отъезде) μαζεύω τα πράγματα μου·2. (составлять что-л.) κά(μ)νω, φτ(ε)ιάνω·3. (сгибать) διπλώνω:\складывать газету διπλώνω τήν ἐφημερίδα·4. мат προσθέτω. -
10 загнуть
-ну, -нешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загнутый, βρ: -ут, -а, -о ρ.σ.1. μ. αναδιπλώνω, αναστρέφω, γυρίζω• κάμπτω, λυγίζω•-угол страницы διπλώνω τη γωνία της σελίδας (του φύλλου)•
загнуть кава αναδιπλώνω τα μανίκια•
загнуть палец κάμπτω το δάχτυλο.
2. (απλ.) στρίβω, γυρίζω, κόβω•загнуть за угол στρίβω στη γωνία.
3. μτφ. το παρακάνω, περνώ τα όρια. || βωμολοχώ, βρίζω χυδαία.εκφρ.загнуть пирог – απλ. φτιάχνω πίττα•загнуть салазки – (απλ.) αναστρέφω τα πόδια.1. διπλώνω, -ομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.2. (απλ.) πεθαίνω, τινάζω τα πέταλα, τα κακαρώνω. -
11 подогнуть
ρ.σ.μ.1. (ανα)διπλώνω•подогнуть край листа διπλώνω την άκρη του φύλλου.
2. λυγίζω, κάμπτω ελαφρά• βάζω αποκάτω, μαζεύω•ноги μαζεύω τα πόδια•
прыгун -ул колени ο άλτης λύγισε λίγο τα γόνατα.
1. (ανα)-διπλώνομαι,2. κάμπτομαι, λυγίζω ελαφρά. -
12 сложить
сложу, сложишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сложенный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.1. βάζω, ΐοποθετώ με τη σειρά, με τάξη, τακτοποιώ•сложить дрова в поленницу θημωνιάζω τα καυσόξυλα•
сложить вещи в чемодан τακτοποιώ τα πράγματα στη βαλίτσα.
2. προσθέτω•сложить три с шестью προσθέτω το τρία με το έξι•
сложить два и один προσθέτω δύο και ενα.
3. συνθέτω, ενώνω• φτιάχνω (από τεμάχια)•сложить домик из кубиков φτιάχνω σπιτάκι από κύβους.
4. χτίζω•сложить пчку χτίζω θερμάστρα.
5. συνθέτω•сложить песню συνθέτω τραγούδι•
сложить стих φτάχνω ποίημα (στ ιχουργώ).
6. διπλώνω•сложить салфетку διπλώνω την πετσέτα του φαγητού.
|| συμπτύσσω, μαζεύω, κλείνω•сложить нож κλείνω το σουγιά.
|| συμπτύσσω• σταυρώνω•сложить руки на груди σταυρώνω τα χέρια στο στήθος•
сложить ноги κάθομαι σταυροπόδι-- губы σουφρώνω τα χείλη.
7. κατεβάζω, αποθέτω•сложить ношу с плеч κατεβάζω το φορτίο από τους ώμους.
|| παλ. ακυρώνω, καταργώ, χαρίζω (ποινή, φταίξιμο).8. καταθέτω την εντολή• παραδίνω τα καθήκοντα• παραιτούμαι• απαλλάσσομαι από κάτι.εκφρ.сложить всла – αφήνω τα κουπιά (παύω να κωπηλατώ)•сложить голову ή кости – κλίνω (γέρνω) το κεφάλι, αφήνω τα κόκκαλα (πεθαίνω)•сложить оружие – καταθέτω το όπλο (παραδίνομαι)•сложить руки – σταυρώνω τα χέρια (παύω να δρω)•сложа руки сидеть – κάθομαι με σταυρωμένα τα χέρια (δεν κάνω τίποτε).1. φτιάχνομαι, γίνομαι. || συγκροτούμαι,., οργανώνομαι (σε ομάδες κ.τ.τ.).2. συντίθεμαι.3. καθιερώνομαι, ριζώνομαι•у меня -лась привычка μου έγινε συνήθεια•
-лись цены καθιερώθηκαν οι τιμές.
|| παίρνω τροπή, φάση, στροφή•обстоятельства -лись благоприятно οι περιστάσεις πήραν ευνοΐκή τροπή.
4. ωριμάζω, αντρώνομαι. || μτφ. διαμορφώνομαι, διαπλάθομαι•характер у него ещё не -лся ο χαρακτήρας του ακόμα δε διαμορφώθηκε.
|| αποκτιέμαι.5. συμπτύσσομαι, μαζεύομαι• διπλώνομαι.6. συνεισφέρω χρήματα (για κοινήυπόθεση).7. μαζεύω τα πράγματα μου (για αναχώρηση). -
13 отгиб
η δίπλα, η κάμψη, η πτυχή-ать διπλώνω, πτύσσωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отгиб
-
14 подогнуть
(загнуть) (ανα)διπλώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подогнуть
-
15 сгиб
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > сгиб
-
16 складывать
1. мат. προσθέτω 2. (свёр-тывать) διπλώνω 3. (штабелем) στοιβάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > складывать
-
17 фальцевать
1. полигр. κάνω εγκοπή, διπλώνω 2. (накладывать шов при соединении металлических листов) στραντζάρω 3. (закрывать пазы) κλείνω τα κενά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фальцевать
-
18 вдвое
вдвоенареч δύο φορές, δίς/ στά δύο (пополам):\вдвое больше διπλάσια, δύο φορές περισσότερο; сложить \вдвое διπλώνω στά δύο. -
19 завертывать
завертыватьнесов1. (в бумагу и т. п.) τυλίζω, διπλώνω, ἀμπαλλάρω·2. (винт, гайку и т. п.) βιδώνω, σφίγγω:\завертывать кран κλείω τή βρύση. -
20 загибать
загиб||атьнесов1. λυγίζω (μετ.), κάμπτω, διπλώνω·2. (преувеличивать) разг τά παραλέω, τά παραφουσκώνω.
См. также в других словарях:
διπλώνω — διπλώνω, δίπλωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
διπλώνω — δίπλωσα, διπλώθηκα, διπλωμένος 1. κάμπτω, τσακίζω: Διπλώνω τα ρούχα. 2. περιτυλίγω: Δίπλωσε τα τρόφιμα με πλαστική σακούλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διπλώνω — (AM διπλῶ, όω) [διπλούς] 1. τσακίζω κάτι σε δύο ή περισσότερα μέρη 2. διπλασιάζω νεοελλ. 1. τυλίγω, περιτυλίγω 2. πτύσσω, μαζεύω, κάμπτω αρχ. 1. επαναλαμβάνω μια πράξη 2. πολλαπλασιάζω επί δύο 3. πληρώνω τα διπλά … Dictionary of Greek
περιδιπλώ — όω, Α διπλώνω ολόγυρα κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + διπλῶ «διπλώνω»] … Dictionary of Greek
πλισ(σ)άρω — Ν κατασκευάζω πτύχωση σε ένα ύφασμα, κάνω πλισ(σ)έ. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. plisser «διπλώνω» < λατ. plico «πτυχώνω, διπλώνω»] … Dictionary of Greek
συμπτύσσω — ΝΜΑ περιστέλλω, συμμαζεύω, διπλώνω (α. «συμπτύσσω τα ιστία» β. «εὐρυνομένη βραχὺ και συμπτυσσομένη πάλιν», Νικ. Χων.) νεοελλ. 1. (σχετικά με παράταξη) ελαττώνω την έκταση, πυκνώνω τις γραμμές («συμπτυχθείτε» πυκνώστε τους ζυγούς) 2. στρ. (μέσ.… … Dictionary of Greek
-πλάσιος — ΝΜΑ κατάλ. αναλογικών αριθμητικών επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό * πλατος + κατάλ. ιος με συριστικοποίηση τού τ (πρβλ. δημόσιος < *δημότιος < δημότης). Ο αμάρτυρος τ. * πλατος ανάγεται στη… … Dictionary of Greek
-πλός, -ή, -ό — πλός, ή, όν, και πλούς, πλή, πλούν / πλοῡς, πλῆ, πλοῡν, ΝΜΑ, και πλόος, η, ον, Α κατάλ. πολλαπλασιαστικών αριθμητικών επιθ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που προέρχεται από β συνθετικό πλόος/ πλοῡς/ πλός, το οποίο ανάγεται στη μηδενισμένη… … Dictionary of Greek
αμφελίσσω — ἀμφελίσσω (Α) (ποιητικός και ιωνικός τύπος αντί ἀμφιελίσσω) τυλίγω, περιτυλίγω, διπλώνω, συμπτύσσω, συμπλέκω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφ(ι) * + ἑλίσσω. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφελικτός] … Dictionary of Greek
αναδιπλώνω — (Α ἀναδιπλῶ, όω) 1. διπλώνω, τυλίγω, συμπτύσσω 2. παθ. α) γίνομαι διπλός, διπλασιάζομαι β) συμπτύσσομαι, συσπειρώνομαι, συμμαζεύομαι αρχ. (στη Γραμμ.) αναδιπλασιάζω, εφαρμόζω αναδιπλασιασμό*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα + διπλῶ, ώνω. ΠΑΡ. αναδίπλωση ( ις)] … Dictionary of Greek
αναπτύσσω — (Α ἀναπτύσσω) αναφέρομαι λεπτομερώς σε κάτι, διασαφηνίζω, διευκρινίζω νεοελλ. 1. εκτυλίσσω, απλώνω, ξεδιπλώνω 2. αυξάνω, μεγεθύνω, δίνω έκταση σε κάτι 3. προάγω στα γράμματα, στις τέχνες και γενικά στον πολιτισμό, δίνω την πρέπουσα μόρφωση 4.… … Dictionary of Greek