-
1 πένθ'
πέντε, πέντεfive: indeclform (numeral) -
2 πενθητήρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενθητήρ
-
3 πενθαλέος
A sad, mourning, ἐστόρεσαν παλάμαις π. AP7.604 (Paul. Sil.) ;π. τοκῆας Supp.Epigr.6.140.6
([place name] Cotiaeum); μορφᾶς εἰκὼν π. IG3.1416.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενθαλέος
-
4 πενθάς
-
5 πένθεια
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πένθεια
-
6 πενθεινός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενθεινός
-
7 πενθέω
Aπενθείετον Il.23.283
; [dialect] Ep. inf.πενθήμεναι Od.18.174
, 19.120 : [tense] fut. : [tense] aor. , Aeschin. 3.211 : [tense] pf.πεπένθηκα Luc.Demon.25
, ([etym.] συμ-) D.60.33 : ([etym.] πένθος):— bewail, lament, esp. for persons,νέκυν πενθῆσαι Il.19.225
, cf. Trag.Adesp.331 ;πενθέειν τινα ὡς τεθνεῶτα Hdt.4.95
;π. γόοις A.Pers. 545
(anap.) ;π. τινὰς δημοσίᾳ Lys. 2.66
;π. τινὰ τριχί A.Ch. 173
;ἐπί τινι π. καὶ κείρασθαι Aeschin.3.211
: abs., mourn, go into mourning, Pl. Phdr. 258b, etc.: c. acc. cogn.,πενθεῖ νέον οἶκτον A.Supp.64
:—[voice] Pass., to be mourned for, Isoc.10.27 ;πένθος ἀμφί τινι πενθεῖται Arr. Tact.33.4
. -
8 πένθημα
A lamentation, mourning, A.Ch. 432(pl., lyr.), Theoc.26.26 (with play on Πενθεύς) ; διπλοῦν πένθιμον δαιμόνων (leg. πένθημ' ὁμαιμόνων) .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πένθημα
-
9 πενθήμεναι
A v. πενθέω.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενθήμεναι
-
10 πενθημερία
πενθ-ημερία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενθημερία
-
11 πενθήμερος
πενθ-ήμερος, ον,A of five days, ἀγών Sch. Pi.O.5.13 ; κατὰ πενθήμερον for alternate periods of five days, X.HG 7.1.14 ; once in every five days, Arist.Ath.30.4 ; also (Ephesus, iii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενθήμερος
-
12 πενθήμων
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενθήμων
-
13 πενθήρης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενθήρης
-
14 πενθηρός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενθηρός
-
15 πένθησις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πένθησις
-
16 πενθητέον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενθητέον
-
17 πενθητήριος
A of or in sign of mourning,πλόκαμος A.Ch.7
; βόθροι π. trenches in which mourners lay, Ion Trag.54.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενθητήριος
-
18 πενθητικῶς
πενθ-ητικῶς, v. sq. fin.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενθητικῶς
-
19 πενθικός
A of or for mourning, mournful,ὀδυρμοί Plu.2.102b
;θέα Porph.Abst.2.50
; ἐσθής Chor.p.6B.; ἐν πενθικοῖς (sc. ἐσθήμασι) LXX Ex.33.4. Adv. -κῶς, ἔχειν τινός to be in mourning for a person, X.Cyr.5.2.7 ;πάνυ π. ἐσκευασμένη Luc.Cal.5
, cf. Plu.2.1 13d (v.l. -ητικῶς).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πενθικός
-
20 πένθιμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πένθιμος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πένθ' — πέντε , πέντε five indeclform (numeral) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάσχω — ΝΜΑ και πάσκω, Ν 1. υφίσταμαι την επενέργεια κάποιου, υπόκειμαι σε κάτι, σε αντιδιαστολή προς το ποιώ και το πράττω («πολλὰ μέν... πείσεσθαι, πολλὰ δὲ ποιήσειν», Ηρόδ.) 2. κατέχομαι από ασθένεια, είμαι άρρωστος (α. «χρόνια τώρα πάσχει από το… … Dictionary of Greek
πεντα- — και πεντ και πενθ , ΝΜΑ, πεντο , Ν, πεντε , Α α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο αριθμητικό πέντε και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό υπάρχει ή γίνεται πέντε φορές (πρβλ. πεντά γωνος, πεντα… … Dictionary of Greek
πείσμα — (I) το / πεῑσμα, ΝΜΑ [πείθω] νεοελλ. 1. έντονη και παράλογη επιμονή σε ορισμένη γνώμη ή ενέργεια, ισχυρογνωμοσύνη, γινάτι («ας είναι καλά το πείσμα σου») 2. παροιμ. «το πείσμα βγάζει πρήσμα» η ισχυρογνωμοσύνη βλάπτει πάντοτε αυτόν που τήν έχει… … Dictionary of Greek
Tratados entre Roma y Cartago — Relieve de una corbita romana encontrado en las ruinas de Cartago. La disputa en el control del comercio marítimo entre ambas naciones llevó a que se ensayaran, en diversos acuerdos, repartos de áreas de influencia en el Mediterráneo. Los… … Wikipedia Español
εφήμερος — η, ο (ΑΜ ἐφήμερος, ον) 1. αυτός που διαρκεί μια μέρα, που ζει μόνο μία μέρα, ημερήσιος, μονοήμερος, ημερόβιος 2. πρόσκαιρος, βραχυχρόνιος, παροδικός, προσωρινός («εφήμερη δόξα») 3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα εφήμερα τάξη εντόμων που έχει σύντομη… … Dictionary of Greek
λυπηρός — ή, ό, θηλ. και ά (AM λυπηρός, ά, όν) (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που προξενεί λύπη, θλιβερός, οδυνηρός, δυσάρεστος (α. «μόλις άκουσε τα λυπηρά συμβάντα έτρεξε να τήν παρηγορήσει» β. «ἐρεῑς μὲν οὐχὶ νῡν γέ μ ὡς ἄρξασά τι λυπηρὸν εἶτα σοῡ τάδ… … Dictionary of Greek
ογδοηκονθήμερος — η, ο (Μ ογδοηκονθήμερος, ον) 1. αυτός, που διαρκεί ογδόντα μέρες ή αποτελείται από ογδόντα μέρες 2. το ουδ. ως ουσ. το ογδοηκονθήμερο(ν) χρονικό διάστημα ογδόντα ημερών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὀγδοήκοντα + ήμερος (< ἡμέρα), πρβλ. πενθ ήμερος] … Dictionary of Greek
πάσμα — (I) τὸ, ΜΑ [πάσσω] μσν. επίθεμα αρχ. 1. αυτό που πασπαλίζεται 2. (στην ιατρ.) ειδική σκόνη. (II) τὸ, Α (κατά τον Ησύχ.) α) μίσχος, κοτσάνι β) κουβάρι μαλλιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα τής ρίζας πενθ τού πεῖσμα* (II)] … Dictionary of Greek
πένθος — το, ΝΜΑ βαθιά θλίψη, μεγάλη ψυχική οδύνη που οφείλεται σε συμφορά και, ιδίως, στον θάνατο προσφιλούς προσώπου νεοελλ. 1. το χρονικό διάστημα κατά το οποίο πενθηφορεί κάποιος, δηλαδή φέρει τα εξωτερικά σημεία τού πένθους, όπως λ.χ. μαύρα ρούχα,… … Dictionary of Greek
πεθερός — ο, θηλ. πεθερά / πενθερός, θηλ. πενθερά και ιων. τ. πενθερή, ΝΜΑ ο πατέρας τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη και η μητέρα τού συζύγου ή τής συζύγου σε σχέση με τον γαμπρό ή τη νύφη (α. «ο πεθερός και η πεθερά μου μέ… … Dictionary of Greek