-
1 παρα-ΐζω
-
2 παρα-καθ-ίζω
παρα-καθ-ίζω (s. ἵζω), daneben oder dabei niedersetzen, Plat. Rep. VIII, 553 d u. Sp.; häufiger im med., καί μοι κέλευε αὐτὸν ἐνϑάδε παρακαϑίζεσϑαι, Plat. Theaet. 144, d; καϑίσας αὐτὸν καὶ παρακαϑισάμενος εἶπεν ὧδε, Xen. Cyr. 5, 5, 7; fut. παρακαϑιζησόμενος, Plat. Lys. 207 b; – ἕνα δ' ἑκάτερος παρεκαϑίσατο διαιτητήν, Dem. 33, 14, neben sich niedersitzen lassen; Sp., wie Luc. pisc. 12.
-
3 συμ-παρα-καθ-ίζω
συμ-παρα-καθ-ίζω (s. ἵζω), mit od. zugleich dabei, daneben setzen, sitzen lassen, συμπαρακαϑισάμενος Dem. 28, 15.
-
4 καθ-ίζω
καθ-ίζω (s. ἵζω), impf. καϑῖζον u. ἐκάϑιζον, Od. 16, 408, wie aor. gew. ἐκάϑισα, auch καϑῖσα, Ar. Ran. 911 Thuc. 6, 66. 7, 82; fut. καϑιῶ, z. B. Dem. 39, 11, Xen. An. 2, 1, 4, mit der v. l. καϑίσειν, dor. καϑιξῶ, Bion. 2, 16, auch καϑιζήσω, bes. im med.; καϑίξας Anacr. 31, 19, wie Theocr. 1, 12, καϑιζηϑείς D. Cass. 63, 5; perf. κεκάϑικα, Apoll. Dysc. synt. p. 318; – niedersetzen, sich setzen lassen; μή με κάϑιζε Il. 6, 360; σ' ἐπ' ἐμοῖσιν ἐγὼ γούνεσσι καϑίσσας 9, 488; ἥ τ' ἀνδρῶν ἀγορὰς ἠμὲν λύει ἠδὲ καϑίζει, die Volksversammlung ansetzen, Od. 2, 69, vgl. Ar. Vesp. 303; τὴν σύγκλητον Plut. Oth. 9; τὴν βουλὴν πάντων ἐπίσκοπον Sol. 19; κάϑιζε νῦν με Soph. O. C. 21; εἰς εὐγενῆ δόμον σε καϑί. ζει Eur. Ion 1541; στρατόν Heracl. 664, wie Phoen. 1188, lagern lassen, vgl. Thuc. 4, 90, καϑῖσαν τὸ στράτευμα ἐς χωρίον ἐπιτήδειον 6, 66, καϑῖσε τὴν στρατιάν 7, 82, Plat. Legg. V, 755 e; καὶ ἅμα με καϑίζει ἄγων παρὰ Κριτίαν Plat. Charm. 153 c; δικαστήρια, einsetzen, Polit. 298 e; δικαστήν, den Richter einsetzen, bestellen, Legg. IX, 873 e; ἐὰν κλαίοντας αὐτοὺς καϑίσω, wenn ich sie weinen lasse, zum Weinen bringe, Ion 535 e; Xen. Cyr. 2, 2, 15 ἢν κλαίοντας ἐκεί. νους πειράσῃ καϑίζειν; Conv. 3, 11 dem γελωτοποιεῖν entggstzt; Din. 3, 7 εἰς αἰτίαν καϑίσαντα πᾶσαν τὴν πόλιν, wo Steph. καϑιστάντα las; ϑυγα τέρα ἐπ' οἰκήματος Her. 2, 121, 5; – κάτισον φύλακας, stelle Posten aus, Her. 1, 89; εἰς τὸν ϑρόνον τὸν βασίλειον αὐτὸν καϑιεῖν Xen. An. 2, 1, 4; ἐνέδραν, einen Hinterhalt legen, Plut. Poplic. 20. – Häufiger intr., sich niedersetzen, sich setzen, sitzen; εἰ μετ' ἀϑανάτοισι καϑίζοις Il. 15, 50, ἐπὶ κλισμοῖσι 8, 436, ἐν πέτρῃσι Od. 5, 156, ἐν ϑρόνοισι 8, 422; Eur. vrbdt es auch c. acc., βωμόν, auf den Altar, Herc. Fur. 48, ὀμφαλόν Ion 6, τρίποδα Or. 954; κάϑιζε ἐπὶ τὸν ἱερὸν σκίμποδα Ar. Nubb. 255; ἐν τῷ ϑρόνῳ κατίζων δικάζει Her. 5, 25; ἐπὶ τοὺς βωμούς, als Hülfeflehender, Thuc. 1, 126, wie Lys. 13, 24; vom Heere, sich lagern, Thuc. 3, 107; εἰς τὴν προεδρίαν τῶν πρυτάνεων Din. 2, 13; von Richtern, Plat. Legg. II, 659 b; ὥςτε ἐπὶ τὰ ἰσχία ἄμφω καϑίσαι τὼ ἵππω Phaedr. 254 c; προέδροις, οἳ κεκληρωμένοι καϑίζουσιν ἐξ ὑμῶν Dem. 24, 89, wo es ebenfalls dem καϑίστημι entspricht; von Gästen, sich zu Tische setzen, Xen. Cyr. 8, 4, 2; ἐπὶ κώπην, sich an's Ruder setzen, rudern, Ar. Ran. 198; von Schiffen, καϑισάντων τῶν πλοίων, auf den Grund kommen, sitzen bleiben, Pol. 1, 39, 3. – Med. sich setzen, sitzen; ὅπου καϑιζησόμεϑα Plat. Phaedr. 229 a; Prot. 317 d; Folgde.
-
5 παρακαθίζω
παρα-καθ-ίζω, daneben oder dabei niedersetzen; ἕνα δ' ἑκάτερος παρεκαϑίσατο διαιτητήν, neben sich niedersitzen lassen -
6 συμπαρακαθίζω
συμ-παρα-καθ-ίζω, mit od. zugleich dabei, daneben setzen, sitzen lassen
См. также в других словарях:
παραπίσω — παρά , ἀπό ἵζω si sd o aor subj act 1st sg (ionic) παρᾱπίσω , παρά ἀπισόω make equal imperf ind act 3rd sg (doric aeolic) παρά ἀπισόω make equal pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) παραπί̱σω , παρά ἀπισόω make equal imperf ind act 3rd sg… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σαπίζω — Ν 1. (μτβ.) καθιστώ κάτι σάπιο, προκαλώ την αποσύνθεση οργανικού σώματος 2. (αμτβ.) γίνομαι σάποιος, υφίσταμαι σήψη, σήπομαι («σάπισε το πάτωμα από την υγρασία») 3. μτφ. διαφθείρομαι στην ψυχή ή στο πνεύμα 4. φρ. α) «τόν σάπισε στο ξύλο» τόν… … Dictionary of Greek
Dorien — Cet article concerne un ancien dialecte grec. Pour le peuple grec du même nom, voir Doriens. Distribution des dialectes du grec ancien durant la période cla … Wikipédia en Français
έζομαι — ἕζομαι 1. κάθομαι 2. σταματώ, μένω σ έναν τόπο 3. (για ζυγό) γέρνω προς τη γη 4. πέφτω στο έδαφος, καταρρέω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο θεματικός ενεστώτας έζομαι (< *sed jo mai), με σημασία «είμαι καθισμένος» μάλλον παρά «κάθομαι», ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *sed… … Dictionary of Greek
νείδι — το 1. προσβολή τής τιμής κάποιου, ατίμωση, όνειδος 2. παροιμ. «κάλλιο τού Χάρου σκέπασμα παρά τού κόσμου νείδι» είναι προτιμότερος ο θάνατος από την ατίμωση. [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικό παρ. από το ρ. νειδ ίζω (πρβλ. διασκέλι < διασκελίζω] … Dictionary of Greek
ραγίζω — (I) και ραΐζω Ν 1. (αμτβ.) (ιδίως για εύθραστα αντικείμενα) διασπώμαι στην επιφάνειά μου χωρίς όμως να διαχωριστώ σε τεμάχια, υφίσταμαι ράγισμα, παθαίνω ρωγμή («και το σπαθί μου ερράγισε κόβοντας τα κεφάλια», δημ. τραγούδι) 2. (μτβ.) διακόπτω την … Dictionary of Greek
τανύω — ΝΜΑ, και τανύζω και μέσ. τ. τανιέμαι και τανυέμαι ή τανυούμαι Ν 1. εκτείνω, τεντώνω κάτι και κυρίως απλώνω κάτι διάπλατα 2. (κυρίως σχετικά με τόξα, χορδές) τεντώνω κάτι όσο είναι δυνατόν νεοελλ. μέσ. τανύομαι και τανιέμαι και τανυέμαι και… … Dictionary of Greek
φέρω — ΝΜΑ, και φέρνω Ν, και δωρ. τ. φάρω Α 1. κρατώ ή σηκώνω κάτι πάνω μου, βαστάζω (α. «φέρει έναν βαρύ σάκο στους ώμους του» β. «φέρων άξονας» γ. «χερσὶν εὐθὺς διψίαν φέρει κόνιν», Σοφ. δ. «μέγα ἔργον, ὅ οὐ δύο γ ἄνδρε φέροιεν», Ομ. Ιλ.) 2. έχω (α.… … Dictionary of Greek