Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καθ-ίζω

См. также в других словарях:

  • -ιστικός — και ίστικος (ΑΜ ιστικός) παρεκτεταμένη μορφή τής κατάλ. ικός από ονόματα σε ιστής (πρβλ. αγων ιστ ικός < αγων ιστής, υβρ ιστ ικός < υβρ ιστής). Στη συνέχεια η κατάλ. σχημάτισε και παρ. απευθείας από θ. ρημάτων σε ίζω (πρβλ. ονειδ ιστικός… …   Dictionary of Greek

  • μεθίζω — (Μ) (συν. στο μέσ.) μεθίζομαι μεταβάλλω θέση, μεταβαίνω από τόπο σε τόπο, μετατοπίζομαι συνεχώς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + ἵζω (πρβλ. καθ ίζω)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»