Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐκάϑισα

См. также в других словарях:

  • ἐκάθισα — καθίζω aB* aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαθισιά — και σία, η 1. συνεχής ορθοστασία 2. συνεχής κίνηση, απασχόληση 3. φιλοπονία, φιλεργία. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ορθή γραφή είναι ακαθισιά, με ι (όχι ακαθησιά), όπως φαίνεται από την ετυμολογική προέλευση τής λέξης από α στερητ. + καθισιά < ἐκάθισα, αόριστος …   Dictionary of Greek

  • αύξηση — Κάθε λογής μεγάλωμα, η οποιαδήποτε ανάπτυξη. Στη βιολογία, α. ονομάζεται η διαδικασία σύνθεσης, με την οποία οι διάφορες βασικές ουσίες που απορροφούνται από το έντερο (αζωτούχοι ουσίες, λίπη, υδατάνθρακες, άλατα και νερό) μετατρέπονται σε… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»