Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

καϑῖζον

См. также в других словарях:

  • καθῖζον — καθῖ̱ζον , καθίζω aB* imperf ind act 3rd pl καθῖ̱ζον , καθίζω aB* imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καθίζον — καθίζω aB* pres part act masc voc sg καθίζω aB* pres part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάθιζον — καθίζω aB* imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) καθίζω aB* imperf ind act 1st sg (homeric ionic) καθίζω aB* imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) καθίζω aB* imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετέρωσε — ἑτέρωσε (ΑΜ) επίρρ. μσν. με άλλον τρόπο, αλλιώς αρχ. 1. προς το άλλο μέρος («ἔνθεν μέν... ἑτέρωσε δέ», Πλάτ.) 2. (με ρήμ. κινήσεως) στο άλλο μέρος, απέναντι («οἱ δ ἑτέρωσε καθῑζον», Ομ. Ιλ.) 3. προς άλλο μέρος, αλλού («ἑτέρωσε τρέχων», Αριστοφ.) …   Dictionary of Greek

  • κλισμός — κλισμός, ὁ (Α) 1. είδος αναπαυτικού καθίσματος, ανάκλιντρο («χρυσέοισιν ἐπὶ κλισμοῑσι καθῑζον», Ομ. Ιλ.) 2. κατηφοριά, κλίση εδάφους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω + κατάλ. μός. Το σ από επίδραση τών κλίσις, κλισία] …   Dictionary of Greek

  • κόσμος — I Τίτλος διαφόρων εφημερίδων και περιοδικών. 1. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα από τον Κ. Σταθόπουλο το 1861. 2. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Κωνσταντινούπολη από τους Μ. Καλλέργη και Ι. Τανταλίδη το 1882. 3. Περιοδικό που εκδόθηκε στην Αθήνα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»