-
1 παρα-θήκη
παρα-θήκη, ἡ, 1) das Zugelegte od. die Zulage, der Zusatz, Sp. – 2) das bei Einem Niedergelegte, ihm Anvertrau'te, Pfand, Depositum, nach den Atticisten unattisch für παρακαταϑήκη; Her. 9, 45 παραϑήκην ὑμῖν τὰ ἔπεα τάδε τίϑεμαι; auch von Menschen, Geißel, 6, 73; Phocyl. 127 u. Sp.; s. Lob. zu Phryn. 312.
-
2 παρα-κατα-θήκη
παρα-κατα-θήκη, ἡ, das bei Einem Niedergelegte, bes. das ihm anvertraute Geld, δόμα μετὰ πίστεως, Plat. defin. 415 d, u. ἐνέχυρον in VLL. erklärt; übh. das Anvertrau'te; λαμβάνειν, δέξασϑαι, Her. 2, 156. 6, 86; ἔχειν, Thuc. 2, 72; χρυσίου δεξάμενος, Plat. Rep. IV, 442 e; oft bei Rednern, Lys. 8, 17. 32, 5; Isocr. 1, 22; Din. 1, 9; εὔορκος, Dem. 25, 11; οἱ τὴν τῶν νόμων ἔχοντες παρακαταϑήκην, Aesch. 1, 187; Arist. eth. 5, 8 u. oft; δοϑείσης ἐν παρακαταϑήκῃ τῆς Λαοδίκης, Pol. 5, 74, 5. – Auch = παρακαταβολή, Lob. Phryn. 313.
-
3 παραθήκη
παρα-θήκη, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παραθήκη
-
4 παραθήκη
-
5 παραθηκη
ἥ1) приложение, добавление(λόγου Plut.)
2) вручаемое на хранение, вкладπαραθήκην τινί τι τιθέναι Her. — вверять кому-л. что-л.
3) залог, заложник(и)(τινὰ παραθήκην παρατιθέναι ἔς τινα Her.; παραθήκην φυλάξαι NT.)
-
6 παρακαταθήκη
παρα-κατα-θήκη, ἡ, das bei einem Niedergelegte, bes. das ihm anvertraute Geld; übh. das Anvertraute -
7 παρακαταθήκη
παρακατα-θήκη, ἡ,A deposit of money or property entrusted to one's care, Hdt.5.92.ή; αἱ τῶν χρημάτων π. Isoc.1.22
; π. Ἀθηναίας, i.e. deposited in her temple, IG22.1407.42; π. ἔχειν ib.12.116.16, Th.2.72, cf. Anaxandr.55.1;π. χρυσίου ἢ ἀργυρίου δεξάμενος Pl.R. 442e
;π. καταθέσθαι παρά τινι Lys.32.16
, cf. 5; ἀποδιδόναι to restore it, Arist. EN 1135b7; ἀποστερῆσαι to withhold it, Id.Rh. 1383b21; ἐν π. δοθῆναι, ἔχειν, Plb.5.74.5, Mitteis Chr. 372 vi 19 (ii A. D.); αἱ π. τῆς τραπέζης banking deposits, D.36.6: metaph., ταῦτ' (sc. τοὺς νόμους)ἔχεθ'.. παρὰ τῶν ἄλλων ὡσπερεὶ π. Id.21.177
;οἱ τὴν τῶν νόμων π. ἔχοντες Aeschin.1.187
.2 of persons entrusted to guardians, ward,Ἀπόλλωνα παρὰ Ἴσιος π. δεξαμένη Hdt.2.156
; of children, D.28.15; of persons under the protection of the state, sacred trust, Din.1.9. (Cf. παρκαθήκα.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρακαταθήκη
-
8 θέμα
1 money deposited, deposit, Ceb.31, PCair.Zen.22.11 (iii B.C.), SIG742.58 (Ephesus, i B.C.), Plu.2.116a,b; also, of grain, PRyl.199.12 (i A.D.);ἐν θέματι ἔχειν παρά τινος PTeb.120.125
(i B.C.); treasure, LXX To.4.9.5 Astrol., nativity, 'horoscope' (in mod. sense), Suet.Aug.94, Vett.Val.194.20,al., Man. 1.278.6 either common burial-place or common land, Michel995 B 50 (pl.); private burial-ground, ἡ σορὸς καὶ τὸ βαθρικὸν καὶ τὸ ὑποκείμενον θ. Judeich Altertümervon Hierapolis 208, cf. 124,al.; θέμα· ἕξις, τόπος, στάσις, μνῆμα, Hsch.II something proposed as a prize, IG 9(1).12 ([place name] Ambryssus), SIG867.67 (Ephesus, ii A.D.), Sammelb.6222.27 (iii A.D.).b proposition, premiss,θ. ὁμολογούμενα Longin.32.8
.2 arbitrary determination, opp.φύσις, ὁ κατὰ θέμα καλὸς λόγος Phld.Rh.1.151
S.; νόμοις καὶ θέμασιν διαφέρειν ib.259 S., cf. Po.5.22.3 in Gramm., primary (non-derivative) element or form, A.D.Pron.11.21, al., cf. Synt.47.22; of the present tense,τὸ θ., ἀμύσσω· ὁ μέλλων, ἀμύξω EM88.13
.4 in Stoic Logic, mode of reduction of an irregular syllogism, Stoic.2.77,83,al. -
9 συνθήκη
A compounding, esp. of words and sentences, Luc.Hist.Conscr.46, Hermog.Id.1.1,3, Philostr.VS1.17.4, Herm. in Phdr.p.175 A.: in concrete sense, a compound, Luc.Prom.Es5:— but in early writers,II convention, compact,σ. καὶ ὁμολογία Pl. Cra. 384d
, cf. 433e;ὁ νόμος σ. καὶ ἐγγυητὴς ἀλλήλοις τῶν δικαίων Arist.Pol. 1280b10
, cf. Rh. 1376a33; ἐκ συνθήκης by agreement, Pl.Lg. 879a;διὰ συνθήκης Arist.APr. 50a18
; κατὰ συνθήκην conventionally, opp. φύσει, Id.EN 1133a29; so συνθήκῃ ib. 1134b32: pl.,συνθήκας ποιεῖσθαι τὰς ὑπὲρ τοῦ μὴ βλάπτειν ἄλληλα Epicur.Sent.32
.2 article of a compact or treaty,τὴν ξ. προφέροντες ἐν ᾗ εἴρητο Th.5.31
, cf. 1.78: also, treaty,σ. καὶ συμμαχία SIG421.1
(Thermon, iii B.C.): but in this signf. mostly in pl., articles of agreement, and hence, covenant, treaty, between individuals or states, A.Ch. 555, Ar.Lys. 1267, Isoc.4.176, etc.;συνθῆκαι περὶ εἰρήνης X.Mem.4.4.17
; γάμων ς. Plu.Luc.18; σ. κύριαι, ἄκυροι, Lys.18.15; ἐπ' ἄλλους στρατεύειν οὐκ εἶναι ἐν ταῖς ς. X.HG7.5.4, cf. SIG135.1 (Olynthus, iv B.C.), al.; ξυνθῆκαι Λακεδαιμονίων πρὸς βασιλέα.., σπονδὰς εἶναι καὶ φιλίαν κατὰ τάδε Foed. ap. Th.8.37, cf. IG12.90.21, Pl.Cri. 54c, D.15.29;συνθήκας ποιεῖσθαι Hdt.6.42
, Ar. Pax 1065, X.HG7.1.2;ὑπὲρ τῶν βαρβάρων Isoc.4.177
; ποιεῖν τινι πρός τινα between them, X.Lac. 15.1;σ. συνεθέμεθα Lys.13.88
; γράψαι, γράφασθαι, D.48.10, D.S.1.66; ἀναιρεῖν, λύειν, Isoc.17.31, 18.24;παραβῆναι Pl.Cri.
l.c.;ὑπερβαίνειν Aeschin.1.164
; παρ' οὐδὲν ἡγεῖσθαι Decr. ap. D.18.164;συνθήκαις ἐμμένειν Isoc.4.81
; ἐκ τῶν ς. according to the covenant, ib.179; κατὰ τὰς ξ. Th.1.144, cf. Pl.Tht. 183c; opp. παρὰ τὰς ς. Id.Cri. 52d.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συνθήκη
См. также в других словарях:
Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… … Dictionary of Greek
Ιορδανία — Επίσημη ονομασία: Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας Έκταση: 92.300 τ. χλμ. Πληθυσμός: 5.307.470 (2002) Πρωτεύουσα: Αμμάν (1.415.000 κάτ. το 1999)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας, στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Δ με το Ισραήλ και τη Δυτική Όχθη… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
Liste griechischer Wortstämme in deutschen Fremdwörtern — Griechische Wortstämme sind im Deutschen überwiegend in Fachausdrücken zu finden, die entweder direkt dem Griechischen entstammen oder Neubildungen sind. Von einer begrenzten Anzahl dieser Wortstämme wurden und werden zahlreiche wissenschaftliche … Deutsch Wikipedia
δόρυ — Μακρύ κοντάρι με αιχμηρό άκρο, που το χρησιμοποίησαν ως όπλο οι λαοί της αρχαιότητας και είναι διαδεδομένο ακόμα και σήμερα σε πρωτόγονες φυλές. Για να έχει πιο αποτελεσματική και μακρόχρονη χρήση, το άκρο του δ. ήταν ενισχυμένο, από πολύ παλιά,… … Dictionary of Greek
Φινλανδία — H Φινλανδία, που οι Φινλανδοί την αποκαλούν «Σουόμι», απλώνεται στο βορειοδυτικό άκρο της μεγάλης ρωσικής πεδιάδας και προβάλλει με χίλια χιλιόμετρα παραλίας, στους κόλπους της Φινλανδίας (Φιννικός) και της Bοθνίας (Bοθνικός). Tα ηπειρωτικά… … Dictionary of Greek
List of medical roots, suffixes and prefixes — This is a list of roots, suffixes, and prefixes used in medical terminology, their meanings, and their etymology. There are a few rules when using medical roots. Firstly, prefixes and suffixes, primarily in Greek, but also in Latin, have a… … Wikipedia
δήλος — Μικρό (μέγιστο μήκος 6 χλμ., μέγιστο πλάτος 1,3 χλμ.) άγονο νησί, που βρίσκεται σχεδόν στο κέντρο των Κυκλάδων (6 μίλια από τη Μύκονο). Ο παράλιος ομώνυμος οικισμός (14 κάτ., υπάλληλοι της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας) υπάγεται διοικητικά στον δήμο… … Dictionary of Greek
ενδοδερμίδα — Φυτικός ιστός. Αποτελείται από μια στιβάδα εξειδικευμένων κυττάρων που συνήθως βρίσκονται στις ρίζες, αλλά πολλές φορές και στον βλαστό. Στη ρίζα η ε. κατασκευάζει μια συνεχή θήκη, πάχους ενός κυττάρου. Τα κύτταρά της δεν έχουν μεσοκυττάριους… … Dictionary of Greek