-
1 θήκη
-
2 θήκη
Grammatical information: f.Meaning: `case, chest; tomb' (IA)Compounds: very often as 2. member, both with prefix ( δια-, ὑπο-, συν- usw.; with δια-, ὑπο-, συν-τίθημι) as with nominal 1. member ( βιβλιο-, χαλκο-θήκη.);Derivatives: Dimin. θηκίον (pap.) and θηκαῖος `for the tomb' (Hdt.); from there again several derivv.Etymology: Generally connected with Skt. dhāká- m. `container etc.' (gramm.). Doubts on the the genetic connection in Schwyzer 741 n. 8 and Mayrhofer KEWA s. v. S. τίθημιPage in Frisk: 1,670Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θήκη
-
3 θηκη
ἥ1) хранилище, ящик, ларец(χρυσοῦ καὴ ἀργύρου Her.; καρπῶν Arst.; χρημάτων Plut.)
2) гроб, преимущ. могила Aesch., Soph., Thuc., Arst., Plut.3) ножны -
4 θήκη
θήκη, ἡ, Ort od. Behältnis, worin etwas niedergelegt u. aufbewahrt wird; Kisten mit Gold; auch αὐλῶν, ξίφους, Scheide; der feierliche Ausdruck für Sarg oder Gruft -
5 θήκη
θήκη, ης, ἡgener. ‘receptacle’ (Aeschyl., Hdt.+; ins, pap, LXX; En 17:3; Test12Patr; JosAs, Joseph., Ar. 4, 3; loanw. in rabb.).① grave (Trag., Hdt. et al.; SIG 1233, 1; POxy 1188, 4; 21 [13 A.D.]; PGM 4, 2215; Jos., Ant. 8, 264; 16, 181; Ar. 4, 3) 1 Cl 50:4.② sheath for a sword (Posidon.: 87 Fgm. 15, 1 Jac.; Pollux 10, 144; PPetr III, 140a, 4; Jos., Ant. 7, 284) J 18:11.—DELG (w. some relation to the root of τίθημι). M-M. -
6 θήκῃ
Βλ. λ. θήκη -
7 θήκη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θήκη
-
8 θήκη
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > θήκη
-
9 θήκη
η1) футляр, чехол; 2) кобура, ножны; 3) коробка -
10 θήκη
1. хранилище, ящик, ларец; 2. могила, гроб; 3. ножны (для меча).Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > θήκη
-
11 θήκη
-
12 θήκη
-ης + ἡ N 1 1-0-2-0-0=3 Ex 25,27; Is 3,26; 6,13case, chest Is 3,26; θήκαι sheaths (for the poles) Ex 25,27Cf. LE BOULLUEC 1989, 305; SEELIGMAN 1948 40(Is 6,13); WEVERS 1990, 403 -
13 θήκη
[тики] ουσ θ чехол, футляр. -
14 θήκη
2 grave, tomb, A.Pers. 405, S.OC 1763 (anap.);νεκρῶν θήκας ἀνοίγειν Hdt.1.187
, cf. 67, al.;αἱ θ. τῶν τεθνεώτων Th.1.8
, 3.104; εἰς ἀναισχύντους θ. ἐτράποντο modes of burial, Id.2.52, cf. Pl.R. 427b;θήκην ὀρύττειν X.Cyr.7.3.5
. -
15 θήκη
1) bac2) boîte3) boîtier4) fourreau -
16 θήκη
1) futerał (m) rzecz.2) pudełko (n) rzecz.3) pudło (n) rzecz.4) skrzynia (f) rzecz.5) skrzynka (f) rzecz. -
17 θήκη
1) dóza2) krabice3) pouzdro4) schránka5) skříň6) skříňka -
18 θήκη
1) cap2) case3) crown4) holderΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > θήκη
-
19 ἀλαβαστο-θήκη
ἀλαβαστο-θήκη, ἡ, Dem. 19, 237, = ἀλαβαστρο-ϑήκη.
-
20 προς-θήκη
προς-θήκη, ἡ, Zusatz, Zugabe, Anhang; εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι προςϑήκη πέλοι, möge der Schluß gut sein, Aesch. Ag. 496; ϑεοῠ, das Dazuthun des Gottes, die Hülfe, Soph. O. R. 38, Schol. ἐπικουρία; – προςϑήσομεν αὐτῷ οὐ σμικρὰν προςϑήκην, Plat. Lach. 182 c. Anders Dem. 23, 75, πᾶσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προςϑῆκαι, ἡ τοῦ δικαίου καὶ ἀδίκου, Alles hat zwei Seiten; – Vermehrung; dah. bei Her. 4, 30 Einschiebsel in eine Erzählung; Beiwerk, neben ἔντεχνον Arist. rhet. 1, 1, u. oft; Abschweifung von der Hauptsache, Sp.; – Dem. vrbdt oft ἐν προςϑήκης μέρει, z. B. 2, 14; auch ἐν ὑπηρέτου καὶ προςϑήκης μέρει, 13, 31, wie wir auch »Nebensache« brauchen; nachgeahmt von Luc. Zeux. 2. – Bei den Gramm. die Partikel, vgl. Longin. de sublim. 21, 2.
См. также в других словарях:
θήκη — case fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκῃ — θήκη case fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκη — η 1. σκεύος για τη φύλαξη κάποιου αντικειμένου: Θήκη εργαλείων. – Θήκη πιστολιού. – Θήκη για τα γυαλιά κτλ. 2. θηκάρι: Θήκη του ξίφους. 3. συνθετικό πολλών λέξεων: Βιβλιοθήκη, πιατοθήκη, τσιγαροθήκη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
θήκη — η (ΑΜ θήκη) 1. σκεύος, κιβώτιο ή κουτί μέσα στο οποίο τοποθετείται κάτι για φύλαξη 2. επίμηκες περίβλημα από δέρμα, μέταλλο, ξύλο ή χαρτόνι στο οποίο μπαίνει η κοπίδα ξίφους ή μαχαιριού, θηκάρι («βάλε τὴν μάχαιραν εἰς τὴν θήκην») 3. σκληρό… … Dictionary of Greek
θήκη συνόλου — (Μαθημ.).Το σύνολο των σημείων επαφής ενός συνόλου ΑΠ (σύνολο των πραγματικών αριθμών). Ένα σημείο ξ της ευθείας των πραγματικών αριθμών ονομάζεται σημείο επαφής του συνόλου Α τότε και μόνο τότε αν για κάθε ε>0 υπάρχει ένα Χ∈Α με… … Dictionary of Greek
μυελίνης, θήκη — Λιπώδες κάλυμμα που περιέχει προστασία και ηλεκτρική μόνωση γύρω από τις ίνες αγωγιμότητας των νευρικών κυττάρων … Dictionary of Greek
θηκιάζω — [θήκη] τοποθετώ πράγματα μέσα σε θήκη, σκεύος ή κιβώτιο («θηκιάζω τα ρούχα») … Dictionary of Greek
θήκηι — θήκῃ , θήκη case fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θηκῶν — θήκη case fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θῆκαι — θήκη case fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θήκαις — θήκη case fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)