-
1 παραύα
-
2 παραύαις
παραύαfem dat pl -
3 παρειά
πᾰρειά, ἡ, Hom.(v. infr.), IG22.1421.124, 1455.11, etc. ; but [full] παρεά ib.1425.246 ; [dialect] Aeol. [full] παραύα (q.v.) ; [dialect] Dor. *[full] παρᾱά (implied in εὐπάραος) ; Old [dialect] Ion. *[full] παρηή (implied in καλλιπάρηος, μιλτοπάρηος, and the adjectival παρή-ιον):—A cheek, used by Hom. always in pl. (sg. being supplied by the [dialect] Ion. παρήϊον), Il.3.35,al.; of an eagle, Od.2.153 : also Trag., in pl., S.Ant. 783 (lyr.): in sg., A.Pr. 401 (lyr.), S. Ant. 1239, E.Tr. 280 (lyr.): rare in Prose, as Pl.Plt. 270e, X.Cyr.6.4.3 (pl.).2 = τῆς πρῴρας τὰ ἑκατέρωθεν Poll.1.89.3 γῆς παρειά earth-flush, = ἀνεμώνη ἡ φοινικῆ, cj. in Ps.-Dsc.2.176. (Perh. fr. παρά, οὖς, lit. beside the ear.) -
4 παρείας
A reddish-brown snake, sacred to Asclepius, Cratin.225 (pl.), Ar.Pl. 690, D.18.260 (pl.) ; π. alone, Hyp.Fr.80, Thphr.Char.16.4 ; ὁ παρείας ἢ παρούας,II [full] παρώας ἵππος a chestnut horse (μεταξὺ τεφροῦ καὶ πυρροῦ Phot.
),αἱ παρῶαἱ ἵπποι Arist.HA 630a29
: fem. [full] παρόα, PPetr. 3p.159 (cf. p.xviii) ; [full] παραύα, ibid.; [full] παρούα, ib.2p.117 (iii B.C.); cf. μαλοπάραυος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρείας
См. также в других словарях:
παραύα — ἡ, Α 1. (αιολ. τ.) βλ. παρειά … Dictionary of Greek
παραύαις — παραύα fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρειά — η, ΝΜΑ, και παρεά και αιολ. τ. παραύα 1. το μέρος τού προσώπου μεταξύ κροτάφου, ματιού, μύτης, στόματος, σαγονιού και αφτιού, το μάγουλο 2. ναυτ. η μάσκα τού πλοίου αρχ. 1. τα πλάγια τής περικεφαλαίας που καλύπτουν τα αφτιά και τα πλάγια τού… … Dictionary of Greek
παρόα — και παρούα και παραύα, ἡ, Α πάπ. (θηλ. τού παρειάς ή πάρωος ή παρώας ή παρούας), η καστανόχρωμη φοράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παρῶαι] … Dictionary of Greek