-
1 μαλοπάραυος
μαλοπάραυοςwhite and chestnut: masc /fem nom sg -
2 μαλοπάραυος
μᾱλοπάραυος [πᾰ], ον, [dialect] Aeol. for μηλοπάρειος, Theoc.26.1; [full] μαλλοπάραυος· λευκοπάρειος, Hsch.:—but acc. sg. [full] μαλοπαρούαν and [full] μαλοπαραύαν, of a mare,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μαλοπάραυος
-
3 μηλοπάρειος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > μηλοπάρειος
-
4 παρείας
A reddish-brown snake, sacred to Asclepius, Cratin.225 (pl.), Ar.Pl. 690, D.18.260 (pl.) ; π. alone, Hyp.Fr.80, Thphr.Char.16.4 ; ὁ παρείας ἢ παρούας,II [full] παρώας ἵππος a chestnut horse (μεταξὺ τεφροῦ καὶ πυρροῦ Phot.
),αἱ παρῶαἱ ἵπποι Arist.HA 630a29
: fem. [full] παρόα, PPetr. 3p.159 (cf. p.xviii) ; [full] παραύα, ibid.; [full] παρούα, ib.2p.117 (iii B.C.); cf. μαλοπάραυος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρείας
См. также в других словарях:
μαλοπάραυος — μαλοπάραυος, ον (Α) (αιολ. τ. τού μηλοπάρειος*) 1. (κατά τον Ησύχ.) «μαλοπάραυος λευκοπάρειος» 2. πάπ. (αιτ. εν.) μαλοπαρούαν και μαλοπαραύαν (για φοράδα) λευκή και καστανή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο Ησύχιος έχει συνδέσει τον τ. με το μαλός (I) «λευκός», ωστόσο … Dictionary of Greek
μαλοπάραυος — white and chestnut masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηλοπάρειος — μηλοπάρειος, δωρ. τ. μαλοπάραυος, ον (Α) 1. αυτός που έχει μάγουλα κόκκινα σαν το μήλο («μαλοπάραυος Ἀγαύη», Θεόκρ.) 2. (κατά τον Ευστάθ.) «ἁπαλοπάρῃος». [ΕΤΥΜΟΛ. < μῆλον (Ι) + πάρειος και πάραυος (< παρειαί και αιολ. τ. παραῦαι «μάγουλα») … Dictionary of Greek
μαλός — I Αρχαία πόλη της Κιλικίας. Αναφέρεται και ως Μαλλός. Βρισκόταν σε ύψωμα, κοντά στις εκβολές του Πύραμου, και είχε χτιστεί από τους Αμφίλοχο και Μόψο. Η Μ. χρησιμοποιήθηκε διαδοχικά από τους Αντίγονο, Πτολεμαίο και Πομπήιο. Ο τελευταίος, κατά τον … Dictionary of Greek