-
1 παρόα
-
2 παρείας
A reddish-brown snake, sacred to Asclepius, Cratin.225 (pl.), Ar.Pl. 690, D.18.260 (pl.) ; π. alone, Hyp.Fr.80, Thphr.Char.16.4 ; ὁ παρείας ἢ παρούας,II [full] παρώας ἵππος a chestnut horse (μεταξὺ τεφροῦ καὶ πυρροῦ Phot.
),αἱ παρῶαἱ ἵπποι Arist.HA 630a29
: fem. [full] παρόα, PPetr. 3p.159 (cf. p.xviii) ; [full] παραύα, ibid.; [full] παρούα, ib.2p.117 (iii B.C.); cf. μαλοπάραυος.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρείας
См. также в других словарях:
παρόα — και παρούα και παραύα, ἡ, Α πάπ. (θηλ. τού παρειάς ή πάρωος ή παρώας ή παρούας), η καστανόχρωμη φοράδα. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. παρῶαι] … Dictionary of Greek
παρώας — ὁ, θηλ. παρώα και παρόα και παρούα ἡ, Α (για ίππο) καστανός («τὸ δὲ χρῶμα ἔχει μέσον τι τεφροῡ καὶ πυρροῡ, οὐχ οἶον αἱ παρῶαι ἵπποι καλούμενοι», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. παρῶα, όπως επίσης και οι αιτ. παρόαν, παρούαν και παραύαν, που μαρτυρούνται … Dictionary of Greek