-
1 παράσιτοι
παράσῑτοι, παράσιτοςone who eats at the table of another: masc nom /voc pl -
2 παρασιτέω
2 play the parasite, ἀφ' οὗ παρασιτῶ from the time I became a parasite, Alex. 195, cf. Axionic.6.1, Diph.63, Luc.Par.4 ;π. τινί Alex.201.1
; [full] τινα Phld. Herc.223 ;ἀλλοτρίων π. ἀγαθῶν Socr.Ep.1.4
.II to be honoured with a seat at the public table, Plu.Sol.24 ; prop. of the priests named παράσιτοι (v.παράσιτος 11.1
), π. ἐν τῷ Δηλίῳ Lexap.Ath.6.234f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασιτέω
-
3 παρασίτιον
παρασῑτ-ιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασίτιον
-
4 ἐπισίτιος
A working for his victuals alone (without wages), of slaves, Crates Com.33.1, Pl.R. 420a, Eub. 21; applied to παράσιτοι, Ar.Fr. 437, Timocl.29.II. ἐπισίτια, τά, provision-money, Lys.Fr.75 S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισίτιος
-
5 ὄνομα
ὄνομα, [dialect] Aeol. and [dialect] Dor. [full] ὄνῠμα IG12(2).68.8 (Lesb.), GDI4992a iii 7 ([place name] Crete), SIG1122.8 ([place name] Selinus), Berl.Sitzb.1927.167 ([place name] Cyrene) ; [dialect] Lacon. *[full] ἔνυμα prob. in pr. nn.AἘνυμακρατίδας IG5(1).213.45
, Ἐνυμαντιάδας ib.97.20, 280.2 ; poet. also (metri gr.) [full] οὔνομα (v.infr.), which appears regularly in codd. of Hdt. (along with ὀνομάζω, as 2.50, 4.35, al.), and sts. in other [dialect] Ion. prose authors (v.l. in Hp.Prog.25, etc.), but is prob. not Ionic ; [dialect] Ion. Inscrr. have only ὄνομα, IG7.235.39 ([place name] Oropus), etc.: Hom. hasοὔνομα Od.6.194
, 9.355, Il.3.235,οὐνόματ' (α) 17.260
,ὄνομα Od.9.16
, 364, 366, 19.183,ὄνομ' (α) 4.710
et saep.:— name of a person or thing, in Hom. always of a person, exc.ἐρέω δέ τοι οὔνομα λαῶν Od.6.194
and in Od.13.248 (v. infr. II) ;Οὖτις ἐμοί γ' ὄ. 9.366
, cf. 18.5,19.183, 247; , cf. 19.409, Hes. Th. 144 : in Prose ὄνομα is used abs., by name,πόλις ὄ. Καιναί X.An. 2.4.28
, etc.: also dat., πόλις Θάψακος ὀνόματι ib.1.4.11 (v. l.) ; by name,Pl.
Ap. 21c ;ἐπ' ὀνόματος δηλοῦσθαι Plb.18.45.4
, etc. ; κατ' ὄνομα by name, Strato Com.1.14, Epigr.Gr.983.4 ([place name] Philae) ; ἀσπάζου τοὺς φίλους κατ' ὄ. each by his name, 3 Ep.Jo.14.2 ὄ. τίθεσθαι or θέσθαι τινί give one a name, Od.19.403, 406, 8.554, A.Fr. 6, Ar.Av. 810 :—[voice] Pass., ὄ. κεῖταί τινι ib. 1291 ; ὄ. ἐστι or κεῖται ἐπί τινι, X.Mem.3.14.2, Cyr.2.2.12 ; so ὄ. φέρειν or ἐπιφέρειν ἐπί τι, Arist. EN 1119a33, HA 572a11.3 ὄνομα καλεῖν τινα call one by name,εἴπ' ὄνομ', ὅττι σε κεῖθι κάλεον Od. 8.550
;καλοῦσί με τοῦτο τὸ ὄ. X. Oec.7.3
, cf. E. Ion 259, 800, Pl.Cra. 393e, etc.:—so in [voice] Pass.,ὄ. δ' ὠνομάζετο Ἕλενος S.Ph. 605
, cf. El. 694 ;ὄ. δημοκρατία κέκληται Th.2.37
;τὸ ἐναντίον ὄ. ἀφροσύνη μετωνόμασται Id.1.122
;ὄ. ἓν κεκλημένους Σικελιώτας Id.4.64
;λεγόμενοι τοὔνομα γεωργικοί Pl.Lg. 842e
; but also ; reversely, ὄνομα καλεῖν τινι give a name to, Pl.Plt. 279e, Cra. 385d ;ὄ. καλεῖν ἐπί τινι Id.Prm. 147d
;τύμβῳ δ' ὄ. σῷ κεκλήσεται.. Κυνὸς σῆμα E.Hec. 1271
;τοὔνομα προσηγορεύθη Anaxil.21.3
.II name, fame,Ἰθάκης γε καὶ ἐς Τροίην ὄνομ' ἵκει Od.13.248
;οὐδὲ θανὼν ὄνομ' ὤλεσας 24.93
; ὄ. ἔχειν or σχεῖν ἀπό τινος, Hdt.1.71, Pl.Hp.Ma. 282a ;τὸ μεγα ὄ. τῶν Ἀθηνῶν Th.7.64
;τῷ μέλλοντι χρόνῳ καταλιπεῖν ὄ. ὡς.. Id.5.16
;τοὔνομά τινος μεῖζον ἀφικνεῖται εἰς τὴν πόλιν X.An.6.1.20
;ὧν ὀνόματα μεγάλα λέγεται ἐπὶ σοφίᾳ Pl.Hp.Ma. 281c
;ὄ. μέγιστον ἔχειν Th.2.64
; ἐν ὀνόματι εἶναι to have a name, to be notable, Str.9.1.23 ;οἱ ἐν πράγμασιν ἐπ' ὀνόματος γεγονότες Plb.15.35.1
; notably,Ath.
6.240c ; τῶν δι' ὀνόματος παρασίτων ib. 241a.III a name and nothing else, opp. the real person or thing, ;βοᾶς δ' ἔτι μηδ' ὄνομ' εἴη Theoc. 16.97
; opp. ἔργον, E.Or. 454, Hipp. 502 ;περὶ ὄ. μάχεσθαι Lys.33.3
;ἐκ τῶν ὀ. μᾶλλον ἢ τῶν πραγμάτων σκέψασθαι D.9.15
; ὀνόματι διαφέρεσθαι dispute about a word, Pl.Euthd. 285a, Lg. 644a.2 false name, pretence, pretext, ὀνόματι ἐννόμῳ ξυμμαχίας under the pretence.., Th.4.60 ;μετ' ὀνομάτων καλῶν Id.5.89
;χώρα καλῶν ὀ. καὶ προσχημάτων μεστή Pl.R. 495c
, cf. Plb.11.5.4.IV in periphr. phrases, ὄ. τῆς σωτηρίας, = σωτηρία, E.IT 905, cf. ὄνομ' ὁμιλίας ἐμῆς (v. l. for ὄμμ') Id.Or. 1082 : with the names of persons, periphr. for the person,ὦ φίλτατον ὄ. Πολυνείκους Id.Ph. 1702
.2 of persons,ὄχλος ὀνομάτων Act.Ap.1.15
; ἕτερα ὀ. ἀντ' αὐτοῦ.. πέμψαι Wilcken Chr.28.19 (ii A. D.) ; in Accountancy, both of persons and things (cf. Lat. nomen), Hyp.Ath.6, 10 (both pl.), Jahresh.26 Beibl.13 (Ephes., ii A. D., pl.) ; βαρέσαι τὸ ἐμὸν ὄ. charge my account, POxy.126.8 (vi A. D.) ; τὸν τόκον τὸν ὀνόματί μου παραγραφέντα ib.513.22 (ii A. D.) ; in registers of titledeeds, etc., οἰκίας οὐ κειμένης ἐν ὀνόματι τῆς ἀποδομένης not booked under the name of the seller, PLips. 3 ii 25 (iii A. D.) ; ὀνόματι ἰδιωτικῆς under the head of private land, PCair.Preis.47.10 (iv A. D.);δικαιώματα.. ἑκάστῳ ὀνόματι παράκειται BGU113.11
(ii A. D.); in tax-receipts, ἔσχον ὀνόματος Σομτοῦς on account of S., Ostr.Bodl. ii 39 (ii A. D.), cf. PFay.85.7 (iii A. D.), etc.V phrase, expression, esp. of technical terms,ὀ. τὰ ἐν τῇ ναυτικῇ X.Ath.1.19
: generally, D.19.187.VI Gramm., word, opp. ῥῆμα (expression), Pl.Cra. 399b, cf. Ap. 17c, Smp. 198b, 199b, 221e, Isoc.9.9, 11, Arist.Rh. 1404b5, Aeschin.3.72, A.D.Synt.12.25, al., Demetr.Eloc.23, al. ; τὸ ἰλλαίνειν ὄ. the word ἰλλαίνειν, Gal.17(1).679.2 noun, opp. ῥῆμα (verb, predicate), Pl.Tht. 168b, Sph. 262a, 262b, cf. Arist.Po. 1457a10, Int. 16a19, al.; as one of five parts of speech, Chrysipp.Stoic.2.45 ; ὄ. κύριον a proper name, opp. προσηγορικόν, D.T.636.16, A.D.Pron.26.12, al. (so ὄ. alone, Ar.Nu. 681 sqq., Diog.Bab.Stoic.3.213) ; also of adjectives, S.E.M.1.222. (Cf. Goth. namo, gen. namins, Lat. nōmen, Skt. nāma.)
См. также в других словарях:
παράσιτοι — παράσῑτοι , παράσιτος one who eats at the table of another masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Паразиты гражданская группа — (παράσιτοι). П. у греков первоначально составляли гражданскую и религиозную группу лиц, пользовавшихся от государства правом участия в общественном столе, в пританее. В противоположность σύσσιτοι, которые пользовались этим правом ex officio, П.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
Паразиты, гражданская группа — (παράσιτοι). П. у греков первоначально составляли гражданскую и религиозную группу лиц, пользовавшихся от государства правом участия в общественном столе, в пританее. В противоположность σύσσιτοι, которые пользовались этим правом ex officio, П.… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… … Dictionary of Greek
PARASITI — apud Athenienses iidem, qui apud Romanos Epulones fuêre Nam τὸ τοῦ παρασίτου ὅνομα, Athenaeus l. 6. πάλας̔ ἦν σεμνὸν καὶ ἱερὸν, Nomen Parasiti olim venerabile erat et Sacrum, Habebant autem quilibet populi seu Δῆμοι Reip. Atheniensis suos… … Hofmann J. Lexicon universale
παράσιτος — Στην αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι επιφανείς άνδρες, που εκλέγονταν ως βοηθοί των ιερέων και είχαν ως κύριο καθήκον την επιμέλεια των αποθηκών, όπου φυλάγονταν οι διάφορες προσφορές στους ναούς. Από τις προσφορές, δικαιούνταν το ένα έκτο των… … Dictionary of Greek
παρασίτειον — και παρασίτιον, τὸ, Α [παράσιτος] τόπος συνάντησης τών ιερέων που ονομάζονταν παράσιτοι* και που ήταν υπεύθυνοι για την συγκέντρωση τού σιταριού, κριθαριού και άλλων προϊόντων καθορισμένων από τον ναό, καθώς και το αρχείο* τους … Dictionary of Greek
αλεξανδροκόλακες — Έτσι ονομάστηκαν κοροϊδευτικά οι διάφοροι καλλιτέχνες (κιθαριστές, ραψωδοί, χορευτές, υποκριτές, θαυματοποιοί κ.ά.) που πήραν μέρος στους γάμους του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα Σούσα. Οι καλλιτέχνες αυτοί ονομάζονταν έως τότε χλευαστικά διονυσοκόλακες … Dictionary of Greek