Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

παράσιτοι

См. также в других словарях:

  • παράσιτοι — παράσῑτοι , παράσιτος one who eats at the table of another masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Паразиты гражданская группа — (παράσιτοι). П. у греков первоначально составляли гражданскую и религиозную группу лиц, пользовавшихся от государства правом участия в общественном столе, в пританее. В противоположность σύσσιτοι, которые пользовались этим правом ex officio, П.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • Паразиты, гражданская группа — (παράσιτοι). П. у греков первоначально составляли гражданскую и религиозную группу лиц, пользовавшихся от государства правом участия в общественном столе, в пританее. В противоположность σύσσιτοι, которые пользовались этим правом ex officio, П.… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • παρασιτισμός — Είδος συμβίωσης μεταξύ ενός φυτικού ή ζωικού οργανισμού, ο οποίος λέγεται παράσιτο, και ενός άλλου, του ξενιστή, από τον οποίο ο πρώτος αντλεί τουλάχιστον ένα μέρος από τις θρεπτικές ουσίες που του είναι αναγκαίες για να ζει. Ωστόσο, η συμβίωση… …   Dictionary of Greek

  • PARASITI — apud Athenienses iidem, qui apud Romanos Epulones fuêre Nam τὸ τοῦ παρασίτου ὅνομα, Athenaeus l. 6. πάλας̔ ἦν σεμνὸν καὶ ἱερὸν, Nomen Parasiti olim venerabile erat et Sacrum, Habebant autem quilibet populi seu Δῆμοι Reip. Atheniensis suos… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • παράσιτος — Στην αρχαιότητα ονομάζονταν έτσι οι επιφανείς άνδρες, που εκλέγονταν ως βοηθοί των ιερέων και είχαν ως κύριο καθήκον την επιμέλεια των αποθηκών, όπου φυλάγονταν οι διάφορες προσφορές στους ναούς. Από τις προσφορές, δικαιούνταν το ένα έκτο των… …   Dictionary of Greek

  • παρασίτειον — και παρασίτιον, τὸ, Α [παράσιτος] τόπος συνάντησης τών ιερέων που ονομάζονταν παράσιτοι* και που ήταν υπεύθυνοι για την συγκέντρωση τού σιταριού, κριθαριού και άλλων προϊόντων καθορισμένων από τον ναό, καθώς και το αρχείο* τους …   Dictionary of Greek

  • αλεξανδροκόλακες — Έτσι ονομάστηκαν κοροϊδευτικά οι διάφοροι καλλιτέχνες (κιθαριστές, ραψωδοί, χορευτές, υποκριτές, θαυματοποιοί κ.ά.) που πήραν μέρος στους γάμους του Μεγάλου Αλεξάνδρου στα Σούσα. Οι καλλιτέχνες αυτοί ονομάζονταν έως τότε χλευαστικά διονυσοκόλακες …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»