-
1 παρασιτέω
2 play the parasite, ἀφ' οὗ παρασιτῶ from the time I became a parasite, Alex. 195, cf. Axionic.6.1, Diph.63, Luc.Par.4 ;π. τινί Alex.201.1
; [full] τινα Phld. Herc.223 ;ἀλλοτρίων π. ἀγαθῶν Socr.Ep.1.4
.II to be honoured with a seat at the public table, Plu.Sol.24 ; prop. of the priests named παράσιτοι (v.παράσιτος 11.1
), π. ἐν τῷ Δηλίῳ Lexap.Ath.6.234f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασιτέω
-
2 παρασίτησις
A commeatus, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασίτησις
-
3 παρασιτία
παρασῑτ-ία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασιτία
-
4 παρασιτικός
A of a παράσιτος : ἡ -κή ([etym.] τέχνη) the trade of a παράσιτος, toad-eating, ib.4 ; in full, Ath.6.240b.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασιτικός
-
5 παρασίτιον
παρασῑτ-ιον, τό,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παρασίτιον
-
6 παράσιτος
παράσῑτ-ος, ὁ,A one who eats at the table of another, and repays him with flattery and buffoonery, parasite, Epich.36, Arar.16, etc.; name of plays by Antiph., Alex., and Diph.; περὶ Παρασίτου, title of work by Luc.: c. gen.,κενῆς π. τραπέζης AP11.346
(Autom.): metaph., ἰχθὺς ἦν π. (v. ὄψον) Luc.Lex.6.II of priests who had their meals at the public expense, Clitodem.11, Polem.Hist.78.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παράσιτος
См. также в других словарях:
σπαργάνωση — η / σπαργάνωσις, ώσεως, ΝΑ [σπαργανῶ, ώνω] σπαργάνωμα νεοελλ. (παρασιτ.) προνυμφική παρασιτική διαταραχή που οφείλεται στην προνύμφη τού δεύτερου σταδίου, ή πληροκερκοειδές ή σπάργανο, ορισμένων κεστωδών σκωλήκων, όπως λ.χ. τών ψευδοφυλλιδίων και … Dictionary of Greek
σπειρόπλασμα — το, Ν (παρασιτ.) γένος προκαρυωτικών σπειροειδών πρωτίστων χωρίς περικυτταρικό τοίχωμα, που παρασιτούν στα φυτά. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. spiroplasme < σπείρα + πλάσμα] … Dictionary of Greek
τρεπόνημα — και τρηπόνημα, το, Ν (παρασιτ.) γένος σπειροειδών μικροβίων τής τάξης τών σπειροχαιτών το οποίο προκαλεί τρεπονηματώσεις. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. treponema (< τρέπω + νήμα)] … Dictionary of Greek