-
1 Πάν
Πᾱν the god Pan.1Ματρί, τὰν κοῦραι παρ' ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται θαμὰ σεμνὰν θεὸν ἐννύχιαι P. 3.78
ὦ Πάν, Ἀρκαδίας μεδέων καὶ σεμνῶν ἀδύτων φύλαξ, Ματρὸς μεγάλας ὀπαδε, σεμνᾶν Χαρίτων μέλημα τερπνόν fr. 95. ὦ μάκαρ, ὅν τε μεγάλας θεοῦ κύνα παντοδαπὸν καλέοισιν Ὀλύμπιοι (sc. Πάν: v. Comment. Stephani in Aristot., Rhet. 1401̆{a} 31, p. 304, 3 Rabe, cf. Comment. Anonymi, p. 148, 30 Rabe) fr. 96. test., Σ Theocrit., 5. 14b: φησὶ δὲ καὶ Πίνδαρος τῶν ἁλιέων αὐτὸν (= Πᾶνα) φροντίζειν i. e. under his cult title Πὰν ἄκτιος fr. 98. Ael. Aristid., 2. 331 Keil: τὸν Πᾶνα, χορευτὴν τελεώτατον θεῶν ὄντα, ὡς Πίνδαρος τε ὑμνεῖ (verba χορευτὰν θεῶν Pindaro tribuit Schr.) fr. 99. Σ Bern. Verg. Georg., 1. 17: Pana Pindarus e Mercurio et Penelopa in Lycaeo monte editum scribit (timpanaro, Stud. Urbin. (1957), pp. 184sqq.: ex Apolline et Penelopa, codd.) fr. 100. -
2 Παν'
-
3 Πᾶν'
-
4 Πάν
AΠάονι IG5(2).556
(Melpea, vi B. C.)), ὁ, Pan,Πᾶνα δέ μιν καλέεσκον, ὅτι φρένα πᾶσιν ἔτερψεν h.Hom. 19.47
, cf. 5, Hdt.2.145, 6.105, etc.;ὦ Πὰν Ἀρκαδίας μεδέων Pi.Fr.95
, cf. Theoc.1.123, etc.;Π. κεροβάτας Ar.Ra. 230
(lyr.): pl. , Theoc.4.63, D.S. 1.88; dat. pl.Πᾶσιν Id.5.28
; Πανὸς γόνος, σπέρμα, in magic, PMag.Par.1.2306, 2996; Πανὸς κέρατα, = γλυκυσίδη, Ps.-Dsc.3.140. -
5 παν
-
6 πᾶν
-
7 παν'
-
8 πᾶν'
-
9 πάν
A fish, Ptol. Chenn. ap. Phot.Bibl.p.153 B., Suid. s.h.v. (Cf. Egypt. p-ān 'Nile perch, Tilapia nilotica'.) -
10 Πάν
Πάν, -νόςж, -νί (h. Hom., Pi., Hdt. usw.; Πάονι ark. VIa)Grammatical information: m.Meaning: herder god of Arcadia (h. Hom., Pi., Hdt.).Derivatives: 1. Demin. Πανίσκος (Cic.); 2. Πάνιος `belonging to P., Panish' (A.Fr. 98 = 143 M.), - ιον n. `sanctuary of P.' (Epid.IIIa), - ειον n. `id.' (Str.), τὰ Π. `festival of P.' (Delos IIIa), f. Πανιάς (Nonn.); 3. Πανικός `id.' (hell.); 4. Πανιασταί m. pl. `worshipper of P.' (Rhod., Perg.; as Άπολλωνιασταί a.o.; Πανισταί conj. Men. Dysk. 230); 5. πανεύω `to treat after the manner of P.' (Heracl. Paradox.).Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Uncertain. Since Schulze KZ 42, 81 a. 374 (Kl. Schr. 217 f.) usu. as PGr. *Πᾱύσων identified with Skt. Pūṣán- m. `god who protects and augments the herds'; IE * pāus-: * pūs- (to púṣyati `thrive'?). Doubts by Mayrhofer s. v. Rejecting also v. Wilamowitz Glaube 1, 247 n. 1. Untenable on Πάνειον, Πανικόν (to πανός `fire-signal') Harrison ClassRev. 40, 6 ff. (cf. Wahrmann Glotta 17, 261 f.); not better Kerényi Glotta 22, 37f. (to supposed. Illyr. pā-ne-u- `swell').Page in Frisk: 2,470-471Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Πάν
-
11 Πάν
Πά̱ν, Πάνmasc nom /voc sg -
12 πᾶν
πᾶς, πᾶσα, πᾶν, pl. gen. fem. πᾶσέων, πᾶσάων, dat. πάντεσσι: sing., every ( one), Il. 16.265, Od. 13.313; pl., all, ἐννέα πάντες, nine ‘in all,’ Il. 7.161, Od. 8.258; whole, entire, Il. 2.809, Od. 17.549; all sorts, all kinds, in pl., Il. 1.5, etc.—Neut. pl. as adv., πάντα, in all respects, in the Iliad mostly in comparisons, but in the Odyssey only so in Od. 24.446; all over, Od. 16.21, Od. 17.480.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πᾶν
-
13 πάν
πᾶςpapa: neut nom /voc /acc sg -
14 σύμπας,-πασα,-παν
+ A 0-0-4-6-5=15 Is 11,9; Ez 7,14; 27,13; Na 1,5; Ps 38(39),6the whole of 2 Mc 7,38; τὰ σύμπαντα all together, all at once Ps 38(39),6; all things Ps 118(119),91; ἡ σύμπασα (γῆ) the whole (world) Jb 2,2*Ez 27,13 ἡ σύμπασα the whole world, completeness, totality-ֵבלתֵּ for MT ַבלתֻּ Tubal; *Jb 25,2 (ὁ ποιῶν τὴν) σύμπασαν ( he who makes) the whole-לםשׁ (השׂע) for MT לוםשׁ (השׂע) (he makes) peace -
15 πανδοῦρα
A three-stringed lute (prob. of Oriental origin), Poll.4.60, Ath.4.183f:—also [suff] πάν-δουρος, ὁ, Euph. (?) ap.Ath.4.183f, MAMA3.24 (Seleucia ad Calycadnum) (written [full] φάνδουρος and used of the monochord by Nicom.Harm. 4):—[var] Dim. [suff] παν-δούριον, τό, Hsch. and Phot. s.v. πηκτίς:—also [suff] παν-δουρίς, ίδος, ἡ, Hsch., Gloss.:—hence [suff] παν-δουρίζω, play the πανδοῦρα, Hist.Aug.Elag.32; [suff] παν-δουριστής, οῦ, ὁ, one who plays it, Euph.Fr. Hist.8, JRS18.177 ([place name] Jerash).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανδοῦρα
-
16 παναγυριάρχας
A v. πανηγ-.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναγυριάρχας
-
17 πανδημεί
παν-δημεί or [suff] παν-μί, [dialect] Dor. [full] πανδᾱμεί or [suff] παν-μί A.Th. 296, Eu. 1038(both lyr.):—Adv. of πάνδημος,A with the whole people, in a mass or body, Hdt.6.63, 7.120, al.;π. προπέμπεσθαι ἐπὶ θάνατον Isoc.10.27
;π., πανομιλεί A. Th.
l.c., cf. Eu. l.c.;π. θύειν Th.1.126
;στρατεῦσαι Id.5.33
, cf. 1.73,90, 4.42, Pl.Lg. 814a;παρεῖναι And.3.18
;ἐξελθεῖν Lys.2.49
;τὸν βάρβαρον π. δέκεσθαι Hdt.7.144
, cf. 6.16, 8.40, 72. [-ῑ Trag. (nisi leg. - εί); -ῐ AP5.43
(Rufin.); written -ί in IG12(2).526 A 8, B 2 (Eresus, iv/iii B. C.),Ἀρχ. Δελτ. 9
παρ. 53 (ibid.); - εί in BGU646.20 (ii A. D.).]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανδημεί
-
18 πανάπαλος
A all-tender or delicate,ἀνδρὶ δέμας εἰκυῖα νέῳ.., παναπάλῳ Od.13.223
[ πᾱν-, metri gr.];γυναῖκες Ph.2.432
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάπαλος
-
19 πανδαισία
A complete banquet at which no one and nothing fails, Hdt.5.20, Ar. Pax 565, Is.Fr. 100, Plu.2.1102a, Supp.Epigr.4.304.6 ([place name] Panamara), Alciphr.3.18:—also [suff] πᾰν-δαίσιον, τό, Phot., Suid.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανδαισία
-
20 πανδαμεί
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανδαμεί
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
παν — το γεν. παντός, ως ουσ. 1. όλος ο κόσμος, το σύμπαν: Ο δημιουργός του παντός. 2. το σπουδαιότερο μέρος ενός πράγματος: Το παν είναι να κάνεις την αρχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πᾶν' — Πᾶνα , Πάν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάν — Πά̱ν , Πάν masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν Τσάο — (Pan Ch’ao ή Ban Chao, 31 – 102). Κινέζος στρατηγός, αδελφός του ιστορικού Παν Κου. Την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Μινγκ, διακρίθηκε στους πολέμους εναντίον των Ούννων, τους οποίους νίκησε καταλαμβάνοντας το Τουρκεστάν. Προχώρησε μετά… … Dictionary of Greek
πᾶν — πᾶς papa masc acc sg πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶν' — πᾱνέ , πανός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάν — πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν Κου — (Pan Ku, 1ος αι. μ.Χ.). Κινέζος ιστορικός. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ιστοριογράφους της Κινεζικής αυτοκρατορίας. Έγραψε ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Πο χου τονγκ και Τσιεν Xαν τσου … Dictionary of Greek