-
61 πανάθεστος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάθεστος
-
62 πανάθλιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάθλιος
-
63 παναιγλήεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναιγλήεις
-
64 παναίδοιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναίδοιος
-
65 πάναιθος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάναιθος
-
66 παναίολος
πᾰν-αίολος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναίολος
-
67 παναισθησία
πᾰν-αισθησία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναισθησία
-
68 παναίσυλος
πᾰν-αίσῠλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναίσυλος
-
69 παναίσχης
πᾰν-αίσχης, ες,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναίσχης
-
70 παναισχραμορφία
πᾰν-αισχραμορφία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναισχραμορφία
-
71 πάναισχρος
πᾰν-αισχρος, ον,A = παναίσχης, D.Chr.31.35, Ptol.Tetr. 172: [comp] Sup.,παναισχίστη τέρψις AP6.163
(Mel.). Adv.- ρως Plb.4.58.11
, Tz.H. 6.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάναισχρος
-
72 παναίτιος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παναίτιος
-
73 πανακαρπής
πᾰν-ᾰκαρπής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανακαρπής
-
74 πανάκεια
A universal remedy, panacea, Longin.38.5, Ph.1.215, Gal.13.766.2 name of a healing herb or its juice (cf.πανακής 11
), Call.Ap.40, etc.;πανακείας ῥίζα Gal.14.156
; Hercules' woundwort, Opopanax hispidus, Thphr.HP9.15.7.b = λιγυστικόν, Laserpitium garganicum, Ps.-Dsc. 3.51.c = ἄρκιον, Id.4.106.3 Pythag. name for six, Theol. Ar.38.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάκεια
-
75 πανάκειον
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανάκειον
-
76 πάνακες
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάνακες
-
77 πανάκη
-
78 πανακηδής
πᾰν-ᾰκηδής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανακηδής
-
79 πανακήρατος
πᾰν-ᾰκήρᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανακήρατος
-
80 πανακής
A all-healing,π. πάντων φάρμακον ἁ σοφία Call.Epigr.47.4
, cf. Ph.1.455 ([comp] Sup.);ποτάμιον π. πρὸς τὰς τῶν θρεμμάτων νόσους Str.6.3.9
;λύπης πανακές Epicur.Fr. 154
.II πάνακες, ους, τό, all-heal, Ferulago galbanifera, Hp.Mul. 2.201, Thphr.HP9.7.2, etc.; π. Ἀσκληπίειον Aesculapius' all-heal, Echinophora tenuifolia, ib.9.8.7, 9.11.1; π. Ἡράκλειον, = πανάκεια 1.2a, ib.9.11.3, Dsc.3.48; π. Κενταύρειον Centaury, Centaurea salonitana, Plin.HN25.33, Sch.Nic.Th. 564; π. λεπτόφυλλον feverfew, Erythraea Centaurium, Thphr.HP9.11.4; π. Χειρώνειον elecampane, Inula Helenium, ib.9.11.1; also, = Chiron's all-heal, Hypericum olympicum, Nic. Th. 565 (cf. 500), Dsc.3.50, Gal.12.95.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανακής
См. также в других словарях:
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
Παν — I Ελληνική θεότητα, το πεδίο δράσης, της οποίας –ο άγριος κόσμος των ποιμένων– ήταν παρόμοιο με εκείνο του Ερμή, τον οποίου θεωρούνταν γιος. Περισσότερο δαίμων παρά θεός, είχε ζωώδη χαρακτηριστικά (παριστανόταν με κέρατα και κατσικίσια πόδια:… … Dictionary of Greek
παν — το γεν. παντός, ως ουσ. 1. όλος ο κόσμος, το σύμπαν: Ο δημιουργός του παντός. 2. το σπουδαιότερο μέρος ενός πράγματος: Το παν είναι να κάνεις την αρχή … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Πᾶν' — Πᾶνα , Πάν masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάν — Πά̱ν , Πάν masc nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν Τσάο — (Pan Ch’ao ή Ban Chao, 31 – 102). Κινέζος στρατηγός, αδελφός του ιστορικού Παν Κου. Την εποχή της βασιλείας του αυτοκράτορα Μινγκ, διακρίθηκε στους πολέμους εναντίον των Ούννων, τους οποίους νίκησε καταλαμβάνοντας το Τουρκεστάν. Προχώρησε μετά… … Dictionary of Greek
πᾶν — πᾶς papa masc acc sg πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πᾶν' — πᾱνέ , πανός masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάν — πᾶς papa neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Παν Κου — (Pan Ku, 1ος αι. μ.Χ.). Κινέζος ιστορικός. Θεωρείται ένας από τους σπουδαιότερους ιστοριογράφους της Κινεζικής αυτοκρατορίας. Έγραψε ιστορικά και φιλοσοφικά έργα, τα σπουδαιότερα από τα οποία τιτλοφορούνται Πο χου τονγκ και Τσιεν Xαν τσου … Dictionary of Greek