-
1 πανός
------------------------------------πᾱνός [(B)], ὁ, -
2 πάνος
-
3 πανός
πᾱνός, πανόςmasc nom sg -
4 Πανός
Πᾱνός, Πάνmasc gen sg -
5 Πάν
AΠάονι IG5(2).556
(Melpea, vi B. C.)), ὁ, Pan,Πᾶνα δέ μιν καλέεσκον, ὅτι φρένα πᾶσιν ἔτερψεν h.Hom. 19.47
, cf. 5, Hdt.2.145, 6.105, etc.;ὦ Πὰν Ἀρκαδίας μεδέων Pi.Fr.95
, cf. Theoc.1.123, etc.;Π. κεροβάτας Ar.Ra. 230
(lyr.): pl. , Theoc.4.63, D.S. 1.88; dat. pl.Πᾶσιν Id.5.28
; Πανὸς γόνος, σπέρμα, in magic, PMag.Par.1.2306, 2996; Πανὸς κέρατα, = γλυκυσίδη, Ps.-Dsc.3.140. -
6 παν'
-
7 πᾶν'
-
8 πανοίς
πανάωuse up together: pres opt act 2nd sg (attic epic doric ionic)πᾱνοῖς, πανόςmasc dat pl -
9 πανοῖς
πανάωuse up together: pres opt act 2nd sg (attic epic doric ionic)πᾱνοῖς, πανόςmasc dat pl -
10 πανού
πανάωuse up together: pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic)πανάωuse up together: imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic)πᾱνοῦ, πανόςmasc gen sg -
11 πανοῦ
πανάωuse up together: pres imperat mp 2nd sg (attic epic ionic)πανάωuse up together: imperf ind mp 2nd sg (attic epic ionic)πᾱνοῦ, πανόςmasc gen sg -
12 πανοί
πᾱνοί, πανόςmasc nom /voc pl -
13 πανούς
πᾱνούς, πανόςmasc acc pl -
14 πανών
πανάωuse up together: pres part act masc voc sgπανάωuse up together: pres part act neut nom /voc /acc sgπανάωuse up together: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)πανάωuse up together: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)πᾱνῶν, πανόςmasc gen pl -
15 πανῶν
πανάωuse up together: pres part act masc voc sgπανάωuse up together: pres part act neut nom /voc /acc sgπανάωuse up together: pres part act masc nom sg (attic epic ionic)πανάωuse up together: pres part act masc nom sg (attic epic doric ionic)πᾱνῶν, πανόςmasc gen pl -
16 πανόν
πᾱνόν, πανόςmasc acc sg -
17 πανώ
πᾱνώ, πανόςmasc nom /voc /acc dual -
18 ἐμός
1 my, our referring normally to both chorus and Pindar, but occasionally to the chorus alone Πα. 2. 29 e. g., and apparently to Pindar alone P. 3.78, P. 10.56, e. g.ματρομάτωρ ἐμὰ Στυμφαλίς, εὐανθὴς Μετώπα, πλάξιππον ἃ Θήβαν ἔτικτεν O. 6.84
ἐμῶν δ' ὕμνων ἄεξεὐτερπὲς ἄνθος O. 6.105
πόθι φρενὸς ἐμᾶς γέγραπται O. 10.3
ὁ μέλλων χρόνος ἐμὸν καταίσχυνε βαθὺ χρέος O. 10.8
ἀλλ' ἐπεύξασθαι μὲν ἐγὼν ἐθέλω Ματρί, τὰν κοῦραι παῤ ἐμὸν πρόθυρον σὺν Πανὶ μέλπονται θαμὰ σεμνὰν θεὸν ἐννύχιαι (ὅτι ἐγειτνία τῇ Πινδάρου οἰκήσει Μητρὸς θεῶν ἱερὸν καὶ Πανός, ὅπερ αὐτὸς ἱδρύσατο. Σ, but v. Fränkel, Hermes 1961, 392 on Kallistratos) P. 3.78τὸν δ' ἀμφέποντ αἰεὶ φρασὶν δαίμον ἀσκήσω κατ ἐμὰν θεραπεύων μαχανάν P. 3.109
τὸ δ' ἐμὸν γαρύει ἀπὸ Σπάρτας ἐπήρατον κλέος (ἀπὸ τοῦ χοροῦ ἢ ἀπὸ τοῦ ποιητοῦ. Σ, but possibly both. cf. O. 6.84) P. 5.72ἐμᾷ ποτανὸν ἀμφὶ μαχανᾷ P. 8.34
Ἀλκμᾶνα στεφάνοισι βάλλω γείτων ὅτι μοι καὶ κτεάνων φύλαξ ἐμῶν ὑπάντασεν ἰόντι γᾶς ὀμφαλὸν παρ' ἀοίδιμον (reference unknown) P. 8.58Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56
ἐμὰν ποιπνύων χάριν τόδ' ἔζευξεν ἅρμα Πιερίδων P. 10.64
θυμέ, τίνα πρὸς ἀλλοδαπὰν ἄκραν ἐμὸν πλόον παραμείβεαι; N. 3.27κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι ναιετάων ἐμὰν γλῶσσαν εὑρέτω κελαδῆτιν N. 4.85
Αἰακὸν ἐμᾷ μὲν πολίαρχον εὐωνύμῳ πάτρᾳ (ἑᾷ Hermann: “quo sensu Aeacus Thebanorum πολίαρχος dici potuerit ignoramus.” Puech: cf. v. 61 ξεῖνός εἰμι) N. 7.85τὸ δ' ἐμὸν οὔ ποτε φάσει κέαρ N. 7.102
ναὶ μὰ γὰρ ὅρκον, ἐμὰν δόξαν κάλλιον ἂν δηριώντων ἐνόστησ' ἀντιπάλων (κατὰ τὴν ἐμὴν δόκησιν. Σ.) N. 11.24μᾶτερ ἐμὰ, χρύσασπι Θήβα I. 1.1
ταῦτα, Νικάσιππ, ἀπόνειμον, ὅταν ξεῖνον ἐμὸν ἠθαῖον ἔλθῃς i. e. to Thrasyboulos of Akragas I. 2.48τὸ δ' ἐμόν, οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν, κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.19
ματρὸς δὲ ματέρ' ἐμᾶς ἔτεκον ἔμπαν a chorus of Abderitans sing of their founding city Teos Pae. 2.29ἦλθον ἔταις ἀμαχανίαν ἀλέξων τεοῖσιν ἐμαῖς τε τιμαῖς Pae. 6.11
]ἐμὸν τ[ Pae. 10.17
]νας ἐμᾶς διψῶντα[ Παρθ. 2.. μελισσοτεύκτων κηρίων ἐμὰ γλυκερώτερος ὀμφά fr. 152. ὤνασσ' Ἀλάθεια, μὴ πταίσῃς ἐμὰν σύνθεσιν τραχεῖ ποτὶ ψεύδει fr. 205. 3. in direct speech, “ ποθέω στρατιᾶς ὀφθαλμὸν ἐμᾶς” O. 6.16 “ ἀρχαίαν κομίζων πατρὸς ἐμοῦ τιμάν” P. 4.106 “εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας” I. 6.42 “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου Αἰακίδᾳ” (τοῦτο ἰσοδυναμεῖ τῷ κατὰ ἐμὲ ἢ κατὰ τὴν ἐμὴν γνώμην. Σ.) I. 8.38 “ἐμὰν ματέρα λιπόντες καὶ ὅλον οἶκον Pae. 4.44
-
19 γάμος
A wedding, Il.5.4.29, al.;γάμοι εἰλαπίναι τε 18.491
; γάμον τεύχειν furnish forth a wedding, Od. 1.277;γ. δαινύναι 4.3
; ἀρτύειν ib. 770;γάμον ποιεῖν Herod.7.86
, Test.Epict.2.19: pl.,γάμους διττοὺς ἑστιᾶν Is.8.9
; of a single wedding,οἰκοσίτους τοὺς γ. ποιεῖσθαι Men.450
;γάμους ποιεῖν D.30.21
, Ev.Matt.22.2;ἐπιτελεῖν γ. τῆς θυγατρός Arist.Fr. 549
, cf. D.S.13.84;οἱ κεκλημένοι εἰς τοὺς γ. Diph. 17.2
;ἐν τοῖς γ. ἄκλητος εἰσδεδυκέναι Apollod.Car.24
.II marriage, wedlock, Il.13.382, etc.;ἄγειν [γυναῖκα] ἐπὶ γάμῳ X.An.2.4.8
;ἀγαγέσθαι τινὰ πρὸς γάμον Plu.Cat.Ma.24
; τὸν Οἰνέως γ. the marriage granted by O., S.Tr. 792;γ. θεῶν τινος E.Tr. 979
, cf. IT25;εἰς γ. τινὸς ἐλθεῖν Id.IA 1044
(lyr.); more freq. in pl., A.Pr. 558 (lyr.), 739 (lyr.), Ag. 1156 (lyr.), etc.; cf.γαμέω 1
: also τοῖς μεθημερινοῖς γάμοις, i.e. prostitution, D.18.129; Πανὸς ἀναβοᾷ γάμους, i.e. rape, E.Hel. 190 (lyr.); of unlawful wedlock, as of Paris and Helen, Id.Tr. 932;γάμοι ἄρρενες Luc.VH1.22
;γ. ἀνδρεῖοι Procop.Arc.16.23
:—E. Andr. 103, X. Cyr.8.4.19, do not establish the sense of a wife; for E.Tr. 357, v. γαμέω 1.1.III ἱερὸς γ. ritual marriage, Men.320, Hsch., EM468.56; as a nickname, Anaxandr.34.2; name of play by Ale.Com.IV Pythag. name for three, Theol.Ar.16; for five, Plu.2.388c; for six, Theo Sm.p.102H., Theol.Ar.33.V Γάμος personified, Philox.13, Lib.Or.5.27.VI name of month at Epidaurus, IG4.1485,1492. (Perh. akin to Skt. jāmís 'brother or sister', Lat. geminus.) -
20 Διόπαν
- 1
- 2
См. также в других словарях:
πανός — (I) ὁ, Α (κατά τον Αθήν.) «πανός, ἄρτος. Μεσσάπιοι». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ. από τη διάλ. τού Τάραντος και συνδέεται με το λατ. panis «άρτος»]. (II) ὁ, Α ο φανός. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Αβέβαιη παραμένει η σύνδεση τής λ. με το φανός] … Dictionary of Greek
πανός — πᾱνός , πανός masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πάνος, Π — Φιλικός του οποίου το όνομα παραμένει άγνωστο. Το γεγονός ότι αρχίζει με το γράμμα Π αναφέρεται στο κρυπτογραφικό λεξικό της Φιλικής Εταιρείας. Ο φιλικός αυτός είχε το συνωμοτικό ψευδώνυμο Ανόητος … Dictionary of Greek
Πανός — Πᾱνός , Πάν masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Πανός άντρον — Σπήλαια της Αττικής καθιερωμένα στα αρχαία χρόνια ως ιερά του Πάνα. 1. Στη βορειοδυτική γωνία της Ακρόπολης της Αθήνας. Μπροστά στην είσοδό του υπάρχει στο βράχο μια στρογγυλή ρωγμή, ίσως ο τάφος του Ερεχθέα, που τον σκότωσε ο Ζεύς ή ο Ποσειδών.… … Dictionary of Greek
Πανός κώμη — Παράλια αρχαία πόλη στην Ερυθρά. Λεγόταν και Πανών. Ο Πτολεμαίος την ονομάζει Πανώ, Πανοκώμη και Πάνωπτον. Το όνομά της δεν έχει σχέση με τον Πάνα. Πρόκειται για μεταφορά στην ελληνική της ονομασία της λέξης Μπάνα, που διασώθηκε μέχρι τις ημέρες… … Dictionary of Greek
Αραβαντινός, Πάνος — (Κέρκυρα 1886 – Παρίσι 1930).Ζωγράφος και σκηνογράφος. Άρχισε να σπουδάζει ζωγραφική παρακολουθώντας νυχτερινά μαθήματα στο Πολυτεχνείο. Αργότερα o πατέρας του, επειδή αντιλήφθηκε τη μεγάλη κλίση του στη ζωγραφική, τον έστειλε να σπουδάσει στην… … Dictionary of Greek
Κόκκας, Πάνος — (Θεσσαλονίκη 1919 – Αθήνα 1974). Ιδιοκτήτης και διευθυντής της εφημερίδας Ελευθερία. Το 1941 άσκησε το επάγγελμα του δικηγόρου στην Αθήνα, ενώ το 1942 ήταν υπεύθυνος έκδοσης της παράνομης εφημερίδας Μάχη. Στη συνέχεια διηύθυνε το ημερήσιο… … Dictionary of Greek
τσο(μ)πάνος — ο, Ν τσομπάνης. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τής λ. τσο(μ)πάνης κατά τα αρσ. σε ος] … Dictionary of Greek
Αναγνωστόπουλος, Πάνος — (Γαργαλιάνοι 1883 – Αθήνα 1964).Γεωπόνος και συγγραφέας. Σπούδασε γεωπονία στο πανεπιστήμιο Γουισκόνσιν των ΗΠΑ, όπου ειδικεύτηκε σε θέματα δενδροκομίας και κηπουρικής. Εργάστηκε αρχικά ως καθηγητής στη Γεωργική Σχολή της Λάρισας και κατόπιν… … Dictionary of Greek
Ανδρονιώτης, Πάνος — Αγωνιστής του 1821. Καταγόταν από την Ηλεία. To 1825 έγινε υποχιλίαρχος και μετά την απελευθέρωση κατατάχτηκε στη Φάλαγγα με τον βαθμό του υπολοχαγού … Dictionary of Greek