-
101 παντομεταβόλος
παντο-μεταβόλος, ον,A dardanarius, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντομεταβόλος
-
102 παντομιγής
παντο-μῐγής, ές,A mixed of everything: hence, rich in variety of produce,χωρίον Eun.Hist.p.254
D.; χρῆμά τι πρὸς ἅπασαν ἀρετὴν π., of a person, Id.VSp.457 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντομιγής
-
103 παντόμιμος
παντό-μῑμος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντόμιμος
-
104 παντομισής
παντο-μῑσής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντομισής
-
105 παντόμορφος
παντό-μορφος, ον,A = πάμμορφος, Θέτις S.Fr. 618;σπλάγχνων γένη Hp. Ep.23
( παντάμ- codd.); of the universe, Corp.Herm.11.16: hence, as Subst. π., ὁ, the Universe, Ps.-Apul.Asclep.19 (cf. 35); as figure-head of a ship, perh. Proteus, PGrenf.1.49.20 (iii A. D.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντόμορφος
-
106 παντόμωρος
παντό-μωρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντόμωρος
-
107 παντονίκης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντονίκης
-
108 παντοπαθής
παντο-πᾰθής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοπαθής
-
109 παντοποιός
παντο-ποιός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοποιός
-
110 παντοπόρος
παντο-πόρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοπόρος
-
111 παντοπράκτης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοπράκτης
-
112 παντοπωλέω
A to be a general dealer, huckster, Men.Pk.93.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοπωλέω
-
113 παντοπώλης
A huckster, Anaxipp.1.10, Ostr. 347, 348 (ii B. C.), Ostr.Bodl. i95 (ii/i B. C.):—written [full] πατοπούλης, MAMA3.249 ([place name] Corycus); cf. πανταπώλης.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοπώλης
-
114 παντοπωλία
παντο-πωλία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοπωλία
-
115 παντόπωλις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντόπωλις
-
116 παντορέκτης
II ([etym.] ὀρέγομαι) all-desiring, Adam.1.16, 2.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντορέκτης
-
117 παντόσεμνος
παντό-σεμνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντόσεμνος
-
118 παντόσοφος
παντό-σοφος, ον,A = πάνσοφος, Pl.Com.90.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντόσοφος
-
119 παντοσώματος
παντο-σώμᾰτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοσώματος
-
120 παντότεκνος
παντό-τεκνος, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντότεκνος
См. также в других словарях:
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek
панто́граф — а, м. 1. Прибор для снятия копий с чертежей, планов и т. п. в другом, обычно более мелком масштабе. 2. тех. Устройство на крыше электровоза или моторного вагона для снятия тока с контактного провода; токосъемник. [От греч. πα̃ν, παντος всё и… … Малый академический словарь
пантоми́ма — ы, ж. Театральное представление без слов, в котором чувства и мысли действующих лиц выражаются жестами, мимикой. || Жесты, мимика как дополнительное средство общения (обычно при незнании или плохом знании языка). [Переводчик] весьма плохо говорил … Малый академический словарь
пантопо́н — а, м. Лекарственный препарат, содержащий морфий (применяется как болеутоляющее и снотворное средство). [От греч. πα̃ν, παντος всё и ’οπιον опий] … Малый академический словарь
панто- — (гп) παντο См. пан (παν ) … Анатомия терминов. 400 словообразовательных элементов из латыни и греческого
εφθοπώλης — ἑφθοπώλης, ὁ (Α) αυτός που πουλάει μαγειρεμένο κρέας και γεν. μαγειρεμένα φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἑφθὸς (< ἕψω) + πώλης (< πωλώ), πρβλ. αρτο πώλης, παντο πώλης] … Dictionary of Greek
ημεροκράτωρ — ἡμεροκράτωρ ό (Μ) ο άρχοντας τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κράτωρ (< κρατώ), πρβλ. αυτο κράτωρ, πάντο κράτωρ] … Dictionary of Greek
ημιμετάβολος — η, ο 1. αυτός ο οποίος υφίσταται όχι τέλεια αλλά μερική προοδευτική μόνο μεταβολή, ο εν μέρει μεταβαλλόμενος 2. ζωολ. το ουδ. ως ουσ. τα ημιμετάβολα τύπος ανάπτυξης τών εντόμων, με προοδευτικές προνυμφικές εκδύσεις και μεταμόρφωση συχνά ατελή.… … Dictionary of Greek
θεατροπώλης — θεατροπώλης, ου, ό (Α) αυτός που πουλά θέσεις στο θέατρο, αυτός που αναλαμβάνει τη συντήρηση τού θεάτρου πουλώντας τα εισιτήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. αλλαντο πώλης. παντο πώλης] … Dictionary of Greek
θεματογράφος — ο 1. αυτός που γράφει θέματα 2. ειρων. επιδεικτικός ή άτεχνος αρθρογράφος ή συγγραφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα + γραφος (< γράφω) πρβλ. λεξικο γράφος παντο γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή] … Dictionary of Greek
θεοδύναμος — η, ο (Μ θεοδύναμος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει υπερφυσική δύναμη, ο παντοδύναμος μσν. αυτός που αντλεί τη δύναμή του από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δύναμος (< δύναμη), πρβλ. α δύναμος, παντο δύναμος] … Dictionary of Greek