-
1 παντομεταβόλος
παντο-μεταβόλος, ον,A dardanarius, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντομεταβόλος
См. также в других словарях:
ημιμετάβολος — η, ο 1. αυτός ο οποίος υφίσταται όχι τέλεια αλλά μερική προοδευτική μόνο μεταβολή, ο εν μέρει μεταβαλλόμενος 2. ζωολ. το ουδ. ως ουσ. τα ημιμετάβολα τύπος ανάπτυξης τών εντόμων, με προοδευτικές προνυμφικές εκδύσεις και μεταμόρφωση συχνά ατελή.… … Dictionary of Greek