-
1 πανσεμνος
-
2 πάνσεμνος
πάνσεμνοςall-majestic: masc /fem nom sg -
3 πάνσεμνος
πάνσεμνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πάνσεμνος
-
4 πάνσεμνος
πάνσεμνος, ον (πᾶς, σεμνός; Lucian, Vit. Auct. 26, Anach. 9) greatly revered πνεῦμα Hv 1, 2, 4 (the text is not certain; s. MDibelius ad loc.).—S. DELG s.v. πᾶς. -
5 πάνσεμνος
πάν-σεμνος, ganz, sehr ehrwürdig -
6 πάνσεμνον
πάνσεμνοςall-majestic: masc /fem acc sgπάνσεμνοςall-majestic: neut nom /voc /acc sg -
7 πανσέμνου
πάνσεμνοςall-majestic: masc /fem /neut gen sg -
8 πανσέμνους
πάνσεμνοςall-majestic: masc /fem acc pl -
9 πάνσεμνα
πάνσεμνοςall-majestic: neut nom /voc /acc pl -
10 πάνσεμνε
πάνσεμνοςall-majestic: masc /fem voc sg -
11 παντό-σεμνος
παντό-σεμνος, = πάνσεμνος, ἀνήρ, Aesch. Eum. 607.
-
12 πανσέμνω
-
13 πανσέμνῳ
-
14 παντόσεμνος
παντό-σεμνος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντόσεμνος
См. также в других словарях:
πάνσεμνος — all majestic masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνσεμνος — ον, ΜΑ μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής («πάνσεμνα φῂς καὶ ὀνησιφόρα τὰ μαθήματα», Λουκιαν.) μσν. πάρα πολύ σεμνός, υπόδειγμα σεμνότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + σεμνός «σεβαστός, μεγαλοπρεπής»] … Dictionary of Greek
πάνσεμνον — πάνσεμνος all majestic masc/fem acc sg πάνσεμνος all majestic neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσέμνου — πάνσεμνος all majestic masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσέμνους — πάνσεμνος all majestic masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανσέμνῳ — πάνσεμνος all majestic masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνσεμνα — πάνσεμνος all majestic neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάνσεμνε — πάνσεμνος all majestic masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
вьсечьстьныи — (16) пр. Достойный высшего почитания: борисе вьсечьстьне и глѣбе блажене. любъвию не престаита. за насъ въпиюща. Стих 1156–1163, 105; к симъ же і бывша˫а по сіхъ. в костѩнтинѣ гра(д). гл҃маго перваго і втораго сбора. і(ж) завісти нѣкоѥи… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
παν- — και παμ και παγ (ΑΜ παν και παμ και παγ ) α συνθετικό ονομάτων και ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο ουδέτερο παν (με ᾰ βραχύ) τού επιθ. πᾱς*. Το ν του α συνθετικού διατηρείται όταν το β συνθετικό αρχίζει από φωνήεν ή… … Dictionary of Greek
πανσεμνοστομώ — έω Μ μιλώ με μεγάλη σοβαρότητα και μεγαλοπρέπεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάνσεμνος + στομῶ (< στομος < στόμα), πρβλ. ελευθερο στομώ] … Dictionary of Greek