-
81 παντοδαής
παντο-δᾰής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοδαής
-
82 παντοδαπής
παντο-δᾰπής, ές, late form of - δαπός, Epicur.Herc.1413.4, Procl. in Prm.p.605 S., EM204.23, 711.48.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοδαπής
-
83 παντοδαπία
παντο-δᾰπία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοδαπία
-
84 παντοδαπός
A of every kind, of all sorts, manifold, ἄνθεα, χρόϊαι, καρπός, h.Cer. 402, Sapph.20, A.Th. 357 (lyr.), etc.;παντοδαπᾶς ἐπὶ γᾶς E. Hel. 525
(lyr., s. v.l.); π. ἱστορία miscellaneous, D.L.5.5; τὸ π. [ τῆς λέξεως] Phld.Rh.1.198 S.; of every country, ποδαπὸς εἶ; Answ.π. Luc.Vit.Auct.8
: in pl.,πολλοὶ καὶ π. Hdt.9.84
; παντοδαποὶ τῆς στρατιῆς, = π. στρατιῶται, Id.7.22: contemptuously,δοῦλοι καὶ ξένοι π. And.2.23
;πολλὴ καὶ π. ἄγνοια Pl.Sph. 228e
: [comp] Comp. : [comp] Sup.- ώτατος Hp.
Aër.9, Isoc.15.295. Adv. - πῶς in all kinds of ways, ἐσθλοὶ μὲν γὰρ ἁπλῶς, π. δὲ κακοί Poet. ap. Arist.EN 1106b35, cf. Pl.Prm. 130a, etc.;π. ἔχειν Arist.EN 1100a27
.2 παντοδαπὸς γίγνεται assumes every shape, Ar.Ra. 289, Pl.R. 398a; .Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοδαπός
-
85 παντοδαπῇ
παντο-δᾰπῇ, Adv.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοδαπῇ
-
86 παντοδίαιτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοδίαιτος
-
87 παντοδίδακτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοδίδακτος
-
88 παντοδότειρα
παντο-δότειρα, ἡ,A = πανδώτειρα, Orph.H.59.18.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοδότειρα
-
89 παντοδύναμος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοδύναμος
-
90 παντοδυνάστης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοδυνάστης
-
91 παντοεπής
παντο-επής, ές,A all-chattering, Adam. 2.41.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοεπής
-
92 παντοεργός
παντο-εργός, όν,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοεργός
-
93 παντοέρκτης
A = παντορέκτης 1, Herod.5.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοέρκτης
-
94 παντοθαλής
παντο-θᾰλής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοθαλής
-
95 παντοκράντειραι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοκράντειραι
-
96 παντοκράτειρα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοκράτειρα
-
97 παντοκρατέω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοκρατέω
-
98 παντοκρατορία
παντο-κρᾰτορία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοκρατορία
-
99 παντοκράτωρ
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντοκράτωρ
-
100 παντολόγος
παντο-λόγος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παντολόγος
См. также в других словарях:
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek
панто́граф — а, м. 1. Прибор для снятия копий с чертежей, планов и т. п. в другом, обычно более мелком масштабе. 2. тех. Устройство на крыше электровоза или моторного вагона для снятия тока с контактного провода; токосъемник. [От греч. πα̃ν, παντος всё и… … Малый академический словарь
пантоми́ма — ы, ж. Театральное представление без слов, в котором чувства и мысли действующих лиц выражаются жестами, мимикой. || Жесты, мимика как дополнительное средство общения (обычно при незнании или плохом знании языка). [Переводчик] весьма плохо говорил … Малый академический словарь
пантопо́н — а, м. Лекарственный препарат, содержащий морфий (применяется как болеутоляющее и снотворное средство). [От греч. πα̃ν, παντος всё и ’οπιον опий] … Малый академический словарь
панто- — (гп) παντο См. пан (παν ) … Анатомия терминов. 400 словообразовательных элементов из латыни и греческого
εφθοπώλης — ἑφθοπώλης, ὁ (Α) αυτός που πουλάει μαγειρεμένο κρέας και γεν. μαγειρεμένα φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἑφθὸς (< ἕψω) + πώλης (< πωλώ), πρβλ. αρτο πώλης, παντο πώλης] … Dictionary of Greek
ημεροκράτωρ — ἡμεροκράτωρ ό (Μ) ο άρχοντας τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κράτωρ (< κρατώ), πρβλ. αυτο κράτωρ, πάντο κράτωρ] … Dictionary of Greek
ημιμετάβολος — η, ο 1. αυτός ο οποίος υφίσταται όχι τέλεια αλλά μερική προοδευτική μόνο μεταβολή, ο εν μέρει μεταβαλλόμενος 2. ζωολ. το ουδ. ως ουσ. τα ημιμετάβολα τύπος ανάπτυξης τών εντόμων, με προοδευτικές προνυμφικές εκδύσεις και μεταμόρφωση συχνά ατελή.… … Dictionary of Greek
θεατροπώλης — θεατροπώλης, ου, ό (Α) αυτός που πουλά θέσεις στο θέατρο, αυτός που αναλαμβάνει τη συντήρηση τού θεάτρου πουλώντας τα εισιτήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. αλλαντο πώλης. παντο πώλης] … Dictionary of Greek
θεματογράφος — ο 1. αυτός που γράφει θέματα 2. ειρων. επιδεικτικός ή άτεχνος αρθρογράφος ή συγγραφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα + γραφος (< γράφω) πρβλ. λεξικο γράφος παντο γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή] … Dictionary of Greek
θεοδύναμος — η, ο (Μ θεοδύναμος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει υπερφυσική δύναμη, ο παντοδύναμος μσν. αυτός που αντλεί τη δύναμή του από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δύναμος (< δύναμη), πρβλ. α δύναμος, παντο δύναμος] … Dictionary of Greek