-
41 παντο-κρατορία
παντο-κρατορία, ἡ, Allgewalt, Allmacht, Sp.
-
42 παντο-κρατήρ
παντο-κρατήρ, ὁ, = παντοκράτωρ, auch παντοκρατής, Sp.
-
43 παντο-εργός
παντο-εργός, Alles thuend, vollendend, Stob. ecl. phys. 1, 3 aus Philol.
-
44 παντο-κράτειρα
παντο-κράτειρα, ἡ, fem. zum Folgdn, Orph. H. 9, 4.
-
45 παντο-κτίστης
παντο-κτίστης, ὁ, der Gründer, Urheber von Allem, Sp.
-
46 παντο-γόνος
παντο-γόνος, allzeugend, Sp.
-
47 παντο-κατ-άλληλος
παντο-κατ-άλληλος, ganz einander entsprechend, Sp.
-
48 παντο-ειδής
παντο-ειδής, ές, von aller Art, Sp.
-
49 παντο-γένεθλος
παντο-γένεθλος, allzeugend, Orph. H. 14, 7. 57, 6.
-
50 παντο-γήρως
παντο-γήρως, ω, Alles alt machend, ὕπνος, Alles erschlaffend, Soph. Ant. 602, wie Hom. ihn den Alles bezwingenden, πανδαμάτωρ, nennt; Riemer vermuthet πανταγήρως, der nie alternde, unrichtig.
-
51 παντο-δυνάστης
παντο-δυνάστης, ὁ, = Vorigem, Orph. H. 11, 4.
-
52 παντο-δότειρα
παντο-δότειρα, ἡ, = πανδώτειρα, Orph. H. 39, 3.
-
53 παντο-δόχος
παντο-δόχος, = πανδόκος, Sp.
-
54 παντο-δύναμος
παντο-δύναμος, allmächtig, Sp.
-
55 παντο-μετά-βολος
παντο-μετά-βολος, Alles umsetzend (?).
-
56 παντο-μιγής
παντο-μιγής, ές, aus od. von Allem gemischt, Suid.
-
57 παντο-δαπάνητος
παντο-δαπάνητος, von Allen verwendet, Eust.
-
58 παντο-δεχής
παντο-δεχής, ές, Alles aufnehmend, Sp.
-
59 παντο-δίαιτος
παντο-δίαιτος, Alles verzehrend, Orph. H. 65, 5.
-
60 παντο-δίδακτος
παντο-δίδακτος, allgelehrt, Sp.
См. также в других словарях:
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek
панто́граф — а, м. 1. Прибор для снятия копий с чертежей, планов и т. п. в другом, обычно более мелком масштабе. 2. тех. Устройство на крыше электровоза или моторного вагона для снятия тока с контактного провода; токосъемник. [От греч. πα̃ν, παντος всё и… … Малый академический словарь
пантоми́ма — ы, ж. Театральное представление без слов, в котором чувства и мысли действующих лиц выражаются жестами, мимикой. || Жесты, мимика как дополнительное средство общения (обычно при незнании или плохом знании языка). [Переводчик] весьма плохо говорил … Малый академический словарь
пантопо́н — а, м. Лекарственный препарат, содержащий морфий (применяется как болеутоляющее и снотворное средство). [От греч. πα̃ν, παντος всё и ’οπιον опий] … Малый академический словарь
панто- — (гп) παντο См. пан (παν ) … Анатомия терминов. 400 словообразовательных элементов из латыни и греческого
εφθοπώλης — ἑφθοπώλης, ὁ (Α) αυτός που πουλάει μαγειρεμένο κρέας και γεν. μαγειρεμένα φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἑφθὸς (< ἕψω) + πώλης (< πωλώ), πρβλ. αρτο πώλης, παντο πώλης] … Dictionary of Greek
ημεροκράτωρ — ἡμεροκράτωρ ό (Μ) ο άρχοντας τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κράτωρ (< κρατώ), πρβλ. αυτο κράτωρ, πάντο κράτωρ] … Dictionary of Greek
ημιμετάβολος — η, ο 1. αυτός ο οποίος υφίσταται όχι τέλεια αλλά μερική προοδευτική μόνο μεταβολή, ο εν μέρει μεταβαλλόμενος 2. ζωολ. το ουδ. ως ουσ. τα ημιμετάβολα τύπος ανάπτυξης τών εντόμων, με προοδευτικές προνυμφικές εκδύσεις και μεταμόρφωση συχνά ατελή.… … Dictionary of Greek
θεατροπώλης — θεατροπώλης, ου, ό (Α) αυτός που πουλά θέσεις στο θέατρο, αυτός που αναλαμβάνει τη συντήρηση τού θεάτρου πουλώντας τα εισιτήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. αλλαντο πώλης. παντο πώλης] … Dictionary of Greek
θεματογράφος — ο 1. αυτός που γράφει θέματα 2. ειρων. επιδεικτικός ή άτεχνος αρθρογράφος ή συγγραφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα + γραφος (< γράφω) πρβλ. λεξικο γράφος παντο γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή] … Dictionary of Greek
θεοδύναμος — η, ο (Μ θεοδύναμος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει υπερφυσική δύναμη, ο παντοδύναμος μσν. αυτός που αντλεί τη δύναμή του από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δύναμος (< δύναμη), πρβλ. α δύναμος, παντο δύναμος] … Dictionary of Greek