-
1 παντο-
в сложн. словах = πᾶς -
2 παντό-πωλις
παντό-πωλις, ἡ, fem. von παντοπώλης, Trödlerinn, Sp.
-
3 παντό-στικτος
παντό-στικτος, ganz gefleckt, Sp.
-
4 παντό-σεμνος
παντό-σεμνος, = πάνσεμνος, ἀνήρ, Aesch. Eum. 607.
-
5 παντό-σοφος
παντό-σοφος, = πάνσοφος, Plat. com. bei Hephaest. p. 91.
-
6 παντό-τολμος
παντό-τολμος, = πάντολμος, Aesch. Ag. 214. 1210 u. Sp., vgl. Lob. Phryn. 673.
-
7 παντό-φυρτος
παντό-φυρτος, = πάμφυρτος, Aesch. Eum. 524.
-
8 παντό-φοβος
-
9 παντό-χροος
παντό-χροος, zsgz. παντόχρους, von allen Farben, Orph. H. 42, 4.
-
10 παντό-μωρος
παντό-μωρος, ganz thöricht, Polem. physiogn. 1, 11, zw.
-
11 παντό-μορφος
παντό-μορφος, = πάμμορφος; Soph. frg. 548; Lycophr. 1393.
-
12 παντό-μῑμος
παντό-μῑμος, Alles nachahmend, Sp.; bes. der durch Tanz, künstliche Bewegung des Leibes u. Gebehrdenspiel, ohne Worte eine Charakterrolle, oder ein ganzes Stück darstellt, auch die Rede, welche ein Anderer spricht, durch Gebehrden versinnlicht, ein Pantomime; das Wort kam in Italien für das griech. ὀρχηστής zu Augustus' Zeit auf, vgl. Luc. de salt. 66.
-
13 παντο-πράκτης
παντο-πράκτης, ὁ, = παντοποιός, Ptolem.
-
14 παντο-πωλεῖον
παντο-πωλεῖον, τό, Ort, wo man allerlei verkauft, Poll. 7, 16. S. παντοπώλιον.
-
15 παντο-πωλέω
παντο-πωλέω, allerlei verlaufen, Favor.
-
16 παντο-πωλία
παντο-πωλία, ἡ, das Verkaufen oder Feilhalten von allerlei Waaren, Archipp. com. bei Poll. 7, 16.
-
17 παντο-πόρος
παντο-πόρος, der sich überall zu helfen weiß, Soph. Ant. 356, Ggstz von ἄπορος.
-
18 παντο-παθής
παντο-παθής, ές, Alles leidend, Sp.; αἴσχεα, Stat. Flacc. 3 (V, 5), wie Maneth. 5, 283, im obscönen Sinne.
-
19 παντο-ποιός
παντο-ποιός, Alles thuend, Theophr. char. 6, 1.
-
20 παντο-πλανής
παντο-πλανής, ές, ganz oder überall umherirrend?
См. также в других словарях:
παντ(ο)- — και πανθ ΝΜΑ α συνθετικό πολλών λ. όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο θ. τής γεν. τού επιθ. πᾱς, παντός (και με τη μορφή πανθ αφομοιωτικά όταν το αρκτικό φωνήεν τού β συνθετικού δασύνεται) και έχει τη σημ. τού εξ ολοκλήρου, τού… … Dictionary of Greek
панто́граф — а, м. 1. Прибор для снятия копий с чертежей, планов и т. п. в другом, обычно более мелком масштабе. 2. тех. Устройство на крыше электровоза или моторного вагона для снятия тока с контактного провода; токосъемник. [От греч. πα̃ν, παντος всё и… … Малый академический словарь
пантоми́ма — ы, ж. Театральное представление без слов, в котором чувства и мысли действующих лиц выражаются жестами, мимикой. || Жесты, мимика как дополнительное средство общения (обычно при незнании или плохом знании языка). [Переводчик] весьма плохо говорил … Малый академический словарь
пантопо́н — а, м. Лекарственный препарат, содержащий морфий (применяется как болеутоляющее и снотворное средство). [От греч. πα̃ν, παντος всё и ’οπιον опий] … Малый академический словарь
панто- — (гп) παντο См. пан (παν ) … Анатомия терминов. 400 словообразовательных элементов из латыни и греческого
εφθοπώλης — ἑφθοπώλης, ὁ (Α) αυτός που πουλάει μαγειρεμένο κρέας και γεν. μαγειρεμένα φαγητά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἑφθὸς (< ἕψω) + πώλης (< πωλώ), πρβλ. αρτο πώλης, παντο πώλης] … Dictionary of Greek
ημεροκράτωρ — ἡμεροκράτωρ ό (Μ) ο άρχοντας τής ημέρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο) * + κράτωρ (< κρατώ), πρβλ. αυτο κράτωρ, πάντο κράτωρ] … Dictionary of Greek
ημιμετάβολος — η, ο 1. αυτός ο οποίος υφίσταται όχι τέλεια αλλά μερική προοδευτική μόνο μεταβολή, ο εν μέρει μεταβαλλόμενος 2. ζωολ. το ουδ. ως ουσ. τα ημιμετάβολα τύπος ανάπτυξης τών εντόμων, με προοδευτικές προνυμφικές εκδύσεις και μεταμόρφωση συχνά ατελή.… … Dictionary of Greek
θεατροπώλης — θεατροπώλης, ου, ό (Α) αυτός που πουλά θέσεις στο θέατρο, αυτός που αναλαμβάνει τη συντήρηση τού θεάτρου πουλώντας τα εισιτήρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέατρον + πώλης (< πωλώ), πρβλ. αλλαντο πώλης. παντο πώλης] … Dictionary of Greek
θεματογράφος — ο 1. αυτός που γράφει θέματα 2. ειρων. επιδεικτικός ή άτεχνος αρθρογράφος ή συγγραφέας. [ΕΤΥΜΟΛ. < θέμα + γραφος (< γράφω) πρβλ. λεξικο γράφος παντο γράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1782 στον Αδαμάντιο Κοραή] … Dictionary of Greek
θεοδύναμος — η, ο (Μ θεοδύναμος, ον) νεοελλ. αυτός που έχει υπερφυσική δύναμη, ο παντοδύναμος μσν. αυτός που αντλεί τη δύναμή του από τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + δύναμος (< δύναμη), πρβλ. α δύναμος, παντο δύναμος] … Dictionary of Greek