-
1 πανουργίας
πανουργίᾱς, πανουργίαknavery: fem acc plπανουργίᾱς, πανουργίαknavery: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 πανο υργέω
πανο υργέω, ein πανοῦργος sein, listig od. bübisch handeln, ein Bubenstück ausführen; absolut, Antiph. 5, 65; Eur. Med. 583; Ar. Ach. 658; τί, Plut. 368. 876, wie ὅσια πανουργήσασα Soph. Ant. 74 ( Schol. μετὰ πανουργίας ἐργασαμένη); πανουργεῖν πανουργίας περί τι, Dem. 35, 56 u. Sp.
-
3 τέχνημα
τέχνημα, τό, das künstlich Gearbeitete, das Kunstwerk, Soph. Phil. 36; übertr. künstlich angesponnene List, Ränke, κάπηλα προφέρων τεχνήματα, Aesch. frg. 339; δόλια τεχνήματα, Eur. I. T. 1355; πανουργίας τέχνημα ἔχϑιστον, von listigen Menschen, Soph. Phil. 916; künstliche Erfindung, Plat. Prot. 319 a Phaedr. 269 a u. öfter; Xen. Mem. 1, 4, 7; Sp., πονηρόν, Luc. Ind. voc. 12.
-
4 κατ-αγορεύω
κατ-αγορεύω, anzeigen, aussprechen gegen Einen; Ar. Pax 107; τὰς πανουργίας Vesp. 932; καταγορεύει τις τοῖς ἑτέροις τὸ ἐπιβούλευμα Thuc. 4, 68, vgl. 6, 54; πρὸς τοὺς ἐφόρους ἐπιβουλήν Xen. Hell. 3, 3, 5; = κατηγορέω, τινός, πρὸς τὸν ἄρχοντα Ael. H. A. 7, 15.
-
5 θιγγάνω
θιγγάνω, fut. ϑίξω, gew. ϑίξομαι, wie Eur. Hipp. 1086; aor. ἔϑιγον, ϑιγεῖν; berühren, betasten, anrühren; gew. τινός, Pind. I. 1, 18; ϑιγγάνοντες χερσὶ ταυρείου φόνου Aesch. Spt. 44, das Stierblut berührend; ἀγαλμάτων 240; οἴακος ϑιγών Ag. 649; auch πολλὰ γοῦν ϑιγγάνει πρὸς ἧπαρ, 421, dringt bis ans Herz; vgl. Theocr. 1, 59; δεξιᾶς ἐμᾶς ϑιγών Soph. Phil. 1384, wie O. R. 760 von Schutzflehenden; ἐξ ἀειρύτου χοὰς κρήνης ἐνεγκοῦ δι' ὁσίων χειρῶν ϑιγών, indem du schöpfft mit reiner Hand, O. C. 471; übertr., λόγου κακοῦ γλώσσῃ ϑιγὼν καὶ πανουργίας Phil. 406; τῶν σῶν γονάτων Eur. Or. 382; γενείου χερί Bacch. 1317 u. öfter; neben ἅπτομαι ib. 617; einzeln in Prosa, ϑιγὼν αὐτῆς τῆς κεφαλῆς Xen. Cyr. 6, 4, 9, öfter bei Sp., wie Plut.; – c. dat. Pind. P. 4, 396. 8, 25. 9, 43 N. 4, 35; – σιγῆν, = ϑιγεῖν, dor., Ar. Lys. 1004. – Das Präsens ϑίγω ist nirgends sicher, daher auch nur ϑιγών u. ϑιγεῖν zu accentuiren, vgl. Schäf. zu Gregor. Cor. 990.
-
6 θιγγανω
(fut. θίξω и θίξομαι, aor. 2 ἔθῐγον, part. θιγών; inf. aor. pass. θιχθῆναι Sext.)1) касаться, прикасаться, дотрагиваться(θ. τινὸς χερσί Aesch., χερί Eur. или διὰ χειρῶν Soph.; τῆς κεφαλῆς Xen.; ποτὴ χεῖλός τινος Theocr.)
θιγγαν όμενος ψυχρός Arst. — холодный на ощупь;μέ ἃ (= ταῦτα ὧν) μέ ἔθιγες ποιοῦ σεαυτῆς Soph. — к чему ты непричастна, в том не вини себя (досл. того и не делай своим);πατρὸς φιλότητι θ. Soph., — с любовью приникнуть к отцу;ὠλέναις θιγεῖν τέκνου Eur. — обнять руками дитя;εὐνῆς τινος θιγεῖν Eur. — осквернить чьё-л. ложе;θ. γλώσσῃ παντὸς λόγου κακοῦ καὴ πανουργίας Soph. — держать злые и преступные речи2) нападать(τινός и τινά NT.)
τίς ἂν ἔτλη σώματος τοῦ σοῦ θιγεῖν ; Eur. — кто осмелился поднять руку на тебя?;θ. θηρός Eur. — поражать зверя;ἔθιγε καὴ Ἀλεξάνδρου διαβολή Plut. — клевета задела и Александра3) затрагивать, трогать, волноватьθιγγάνει σέθεν τόδε ; Eur. — это волнует тебя?;
ἔθιγες ψυχῆς, ἔθιγες δὲ φρενῶν Eur. — ты поразил (все мои) чувства и мысли4) ( в речи) касаться, затрагивать, задевать5) достигать, получать, приобретать(τινός и τινί Pind.)
οὐ δυνάμενοι θιγεῖν ἄλλης αἰτίας Arst. — не будучи в состоянии найти другую причину -
7 καταγορευω
1) объявлять, открывать(ἐρησόμενος ἐκεῖνον ὅ τι ποιεῖν βουλεύεται - Ἐὰν δὲ μή σοι καταγορεύσῃ; Arph.)
2) доносить, разоблачать(τὰς πανουργίας Arph.; τὸ ἐπιβούλευμά τινι Thuc.; ἐπιβουλέν πρός τινα Xen.)
3) обвинять, выдавать(μήτε ἑαυτῶν μήτε τῶν ἄλλων Arst.)
-
8 πανουργεω
ἃ πεπανούργηκας Arph. — то, что ты натворил (дурного);
ὅσια π. Soph. — пойти на преступление ради священного долга -
9 τεχνημα
- ατος τό1) pl. произведение, изделиеφλαυρουργοῦ τινος τεχνήματα ἀνδρός Soph. — (чаша), произведение какого-то неумелого человека
2) порождениеπανουργίας τ. Soph. — порождение коварства, т.е. образец коварного человека
3) хитрость, уловка, интрига(δόλια τεχνήματα Eur.)
4) выдумка, изобретение, искусство Plat. -
10 πανουργία
-ας + ἡ N 1 1-1-0-2-4=8 Nm 24,22; Jos 9,4; Prv 1,4; 8,5; Sir 19,23→NIDNTT; TWNT -
11 δεινός
A fearful, terrible; in Hom., of persons and things,Χάρυβδις Od.12.260
;κλαγγή Il.1.49
;ὅπλα 10.254
: freq. in neut.,δεινὸν ἀῧσαι 11.10
;βροντᾶν 20.56
;δεινὸν δέρκεσθαι 3.342
;παπταίνειν Od.11.608
;δεινὰ δ' ὑποδρὰ ἰδών Il. 15.13
; δ. ἰδέσθαι fearful to behold, Od.22.405;δ. μὲν ὁρᾶν, δ. δὲ κλύειν S.OC 141
;εἰ καὶ δεινόν τῳ ἀκοῦσαι Th.1.122
;δεινὴ παρὰ τοῖς εἰδόσιν ἡ βάσανος And.1.30
; in milder sense, awful,δεινή τε καὶ αἰδοίη θεός Il.18.394
, cf. 3.172, Od.8.22, etc.; danger, suffering, horror,A.
Ch. 634, etc.; awe, terror, Id.Eu. 517;ὅπου τὸ δ. ἐλπὶς οὐδὲν ὠφελεῖ S.Fr. 196
; πρὸς τὸ δ. ἔρχεσθαι ib. 351: in pl., ;εἰ δείν' ἔδρασας, δεινὰ καὶ παθεῖν σε δεῖ Id.Fr. 962
, etc.; δεινὸν γίγνεται μή.. there is danger that.., Hdt.7.157; οὐδὲν δεινοὶ ἔσονται μὴ ἀποστέωσιν no fear of their revolting, Id.1.155, etc.; δεινότατον μή.. the greatest danger lest.., And.3.1; δεινόν ἐστι, c. inf., it is dangerous to do, Lys.12.87; δεινὸν ποιεῖσθαι take ill, complain of, be indignant at a thing: abs., Th.1.102, etc.: c. inf.,ὑπὸ Μήδων ἄρχεσθαι Hdt.1.127
, etc.; also make complaints,Id.
3.14,5.41;ἐν δεινῷ τίθεσθαι J.AJ18.9.8
;δεινόν τι ἔσχε αὐτὸν ἀτιμάζεσθαι Hdt.1.61
; δεινὸν or δεινὰ παθεῖν suffer illegal, arbitrary treatment, Ar.Ra. 252, cf. Pl.Prt. 317b, etc.;δεινότερα π. Th.3.13
;τὸ δ. τὸ πείσομαι Hdt.7.11
: in Oratt.,δεινὸν ἂν εἴη εἰ.. And.1.30
, Lys.12.88, etc. Adv.-νῶς, φέρειν Hdt.2.121
. γ'; δ. καὶ ἀπόρως ἔχει μοι I am in dire straits, Antipho 1.1;δ. ἔχειν τῇ ἐνδείᾳ X.An.6.4.23
;δ. διατεθῆναι τυπτόμενος Lys.3.27
.II marvellously strong, powerful: δ. σάκος the mighty shield, Il.7.245; simply, wondrous, marvellous, strange, τὸ συγγενές τοι δεινὸν ἥ θ' ὁμιλία kin and social ties have strange power, A.Pr.39;δ. τὸ κοινὸν σπλάγχνον Id.Th. 1036
;δ. τὸ τίκτειν S.El. 770
;πολλὰ τὰ δ. κοὐδὲν ἀνθρώπου -ότερον πέλει. Id.Ant. 333
; δ. ἵμερος, ἔρως, Hdt.9.3, Pl.Tht. 169c; , etc.;δ. λέγεις πρᾶγμα Pl.Euthd. 298c
;δ. γ' εἶπας, εἰ καὶ ζῇς θανών S.Aj. 1127
; freq. δεινὸν ἂν εἴη εἰ.. it were strange that.., as E.Hec. 592. Adv. - νῶς marvellously, exceedingly, δ. μέλαινα, ἄνυδρος, Hdt.2.76, 149;δ. ἐν φυλακῇσι εἶναι Id.3.152
;δ. πώς εἰμ' ἐπιλήσμων Metag.2
, etc.: [comp] Comp. - οτέρως Sch. Min.Il.7.97.III clever, skilful, first in Hdt.5.23 ἀνὴρ δ. τε καὶ σοφός; of Odysseus,γλώσσῃ.. δεινοῦ καὶ σοφοῦ S.Ph. 440
, cf. OC 806, Antipho 2.2.3, Lys.7.12;σοφὸς καὶ δ. Pl.Prt. 341a
; opp. σοφός, of practical ability, Id.Phdr. 245c, Tht. 164d; opp. ἰδιώτης, D.4.35: c. inf.,δεινὸς εὑρεῖν A.Pr.59
; ; δ. λέγειν clever at speaking, S.OT 545, etc.; δ. εἰπεῖν is rare, D.20.150;νόσος δ. φαγεῖν Ar.Nu. 243
;δ. πράγμασι χρῆσθαι D.1.3
; αἱ εὐπραξίαι δ. συγκρύψαι τὰ ὀνείδη are wonderfully liable to.., Id.2.20: c. acc.,δ. τὴν τέχνην Ar.Ec. 364
;δ. περὶ τοὺς λόγους τοὺς εἰς τὰ δικαστήρια Pl.Euthd. 304d
;ἐς τὰ πάντα Ar.Ra. 968
; δ. περὶ τὸ ἀδικεῖν, περὶ Ὁμήρου, Pl.R. 405c, Ion 531a;δ. ἀμφί τι Arr.Tact.9.5
;δ. κατὰ χειρουργίαν Ael.VH3.1
;ἐν λόγοισι δ. Ὑπερείδης Timocl.4.7
(but also of the forcible, vehement, style in oratory, Demetr.Eloc. 240, al.); in bad sense, over-clever, Pl.Euthphr.3c;δ. ὑπὸ πανουργίας Id.Tht. 176d
, cf. Arist.EN 1144a27. (For δϝεινός, cf. Δϝενία, gen. of pr.n. Δεινίας, IG4.858.) -
12 πανουργέω
Aπεπανούργηκα Ar.Pl. 368
:— play the knave, E.Med. 583, Ar.Ach. 658, Antipho 5.65: c. acc. cogn.,ἃ πανουργεῖς Ar.Eq. 803
, cf. Pl. 368, 876; ὅσια πανουργήσασα having dared a righteous crime, S. Ant.74;πανουργίας π. περί τι D.35.56
.II [voice] Pass., to be adulterated, Gal.6.269 (v. foreg.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πανουργέω
-
13 τέχνημα
A that which is cunningly wrought, work of art, handiwork,ἔκπωμα.., τεχνήματ' ἀνδρός S.Ph. 36
(where pl. is used of one thing).2 of a man, πανουργίας τέχνημα a masterpiece of villainy, ib. 928.II artful device, trick, κάπηλα προσφέρων τ. A.Fr. 322; δόλια τ. E.IT 1355; opp. ἰσχύς, Hp.Fract.2 (pl.): generally, device, contrivance, Pl.Prt. 319a; τὸ μνημονικὸν τ. Id.Hp.Mi. 368d, al., cf. Ephor.54J.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τέχνημα
-
14 τέχνημα
τέχνημα, τό, das künstlich Gearbeitete, das Kunstwerk; übertr. künstlich angesponnene List, Ränke; πανουργίας τέχνημα ἔχϑιστον, von listigen Menschen; künstliche Erfindung
См. также в других словарях:
Πανουργιάς — I Όνομα οικογένειας αγωνιστών του 1821, σπουδαιότερα μέλη της οποίας είναι: 1. Δημήτριος (1759 – 1834). Αρματολός στην περιοχή Σαλώνων (Άμφισσας) από νεαρή ηλικία, έζησε από το 1817 ως το 1820 στα Ιωάννινα με την επιτήρηση του Αλή πασά. Το 1820… … Dictionary of Greek
πανουργίας — πανουργίᾱς , πανουργία knavery fem acc pl πανουργίᾱς , πανουργία knavery fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανουργία — η, ΝΜΑ [πανούργος] 1. η ιδιότητα τού πανούργου, απάτη, δόλος, κακοήθεια («πανουργίας δεινῆς τέχνημ ἔχθιστον», Σοφ.) 2. πονηρό, δόλιο τέχνασμα («μετὰ μηχανήματος καὶ μετὰ πανουργίας τὴν κόρην ἐβουλήθηκε νὰ ἐπάρῃ νὰ μισεύσῃ», Λίβ. Ρόδ.) αρχ. (για… … Dictionary of Greek
Dimitrios Panourgias — (Greek: Δημήτριος Πανουργιάς) (1754 1834), a Greek military commander during the Greek War of Independence, was born Dimitrios Xiros (Greek: Δημήτριος Ξηρός) in the village of Dremissa, Phocis. Contents 1 Early life 2 Klephtis and Armatolos … Wikipedia
Panourgias Eliopoulos — Panourgias Eliopoulos, or Panourgias Iliopoulos ( el. Πανουργιάς Ηλιόπουλος) was born in Paloumba in 1787. He was among the first soldiers of Theodoros Kolokotronis during the Greek War of Independence. He took part in the war against Napoleon I… … Wikipedia
Delfi (Gemeinde) — Gemeinde Delfi Δήμος Δελφών (Δελφοί) … Deutsch Wikipedia
вьседѣиствиѥ — ВЬСЕДѢИСТВИ|Ѥ (1*), ˫А с. Хитрость, изворотливость: аще… ли воѥводь ствѹ˫а ли кѹплю нѣкоторѹю шествѹ˫а, с нимь бы(с), искѹси добрѣ ѡ ѡнѣхъ [эллинов и варваров] смышлени˫а и вседѣистви˫а (τῆς... πανουργίας) ГА XIII–XIV, 46г … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… … Dictionary of Greek
μήτις — Μυθολογικό πρόσωπο, μητέρα της Αθηνάς, προσωποποίηση της φρόνησης και της σοφίας. Ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος και πρώτη σύζυγος του Δία. Σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από παράκληση του Δία, πρόσφερε στον Κρόνο ένα εμετικό φάρμακο,… … Dictionary of Greek
τέχνημα — το, ΝΑ [τεχνῶμαι] το προϊόν έντεχνης εργασίας νεοελλ. το τεχνούργημα αρχ. 1. πανούργο επινόημα, τέχνασμα («κάπηλα προσφέρων τεχνήματα», Αισχύλ.) 2. επινόηση, εφεύρεση («ἧ καλόν, ἦν δ ἐγώ, τέχνημα ἄρα κέκτησαι», Πλάτ.) 3. (και για πρόσ. όταν… … Dictionary of Greek
φοινικικός — (I) ή, ό / φοινικικός, ή, όν, ΝΜΑ [Φοῑνιξ, οίνικος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη Φοινίκη (α. «φοινικικό αλφάβητο» σύστημα γραφής που προήλθε από το βορειοσημιτικό αλφάβητο, διαδόθηκε από τους Φοίνικες εμπόρους σε ολόκληρη… … Dictionary of Greek