Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πανουργίας

См. также в других словарях:

  • Πανουργιάς — I Όνομα οικογένειας αγωνιστών του 1821, σπουδαιότερα μέλη της οποίας είναι: 1. Δημήτριος (1759 – 1834). Αρματολός στην περιοχή Σαλώνων (Άμφισσας) από νεαρή ηλικία, έζησε από το 1817 ως το 1820 στα Ιωάννινα με την επιτήρηση του Αλή πασά. Το 1820… …   Dictionary of Greek

  • πανουργίας — πανουργίᾱς , πανουργία knavery fem acc pl πανουργίᾱς , πανουργία knavery fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πανουργία — η, ΝΜΑ [πανούργος] 1. η ιδιότητα τού πανούργου, απάτη, δόλος, κακοήθεια («πανουργίας δεινῆς τέχνημ ἔχθιστον», Σοφ.) 2. πονηρό, δόλιο τέχνασμα («μετὰ μηχανήματος καὶ μετὰ πανουργίας τὴν κόρην ἐβουλήθηκε νὰ ἐπάρῃ νὰ μισεύσῃ», Λίβ. Ρόδ.) αρχ. (για… …   Dictionary of Greek

  • Dimitrios Panourgias — (Greek: Δημήτριος Πανουργιάς) (1754 1834), a Greek military commander during the Greek War of Independence, was born Dimitrios Xiros (Greek: Δημήτριος Ξηρός) in the village of Dremissa, Phocis. Contents 1 Early life 2 Klephtis and Armatolos …   Wikipedia

  • Panourgias Eliopoulos — Panourgias Eliopoulos, or Panourgias Iliopoulos ( el. Πανουργιάς Ηλιόπουλος) was born in Paloumba in 1787. He was among the first soldiers of Theodoros Kolokotronis during the Greek War of Independence. He took part in the war against Napoleon I… …   Wikipedia

  • Delfi (Gemeinde) — Gemeinde Delfi Δήμος Δελφών (Δελφοί) …   Deutsch Wikipedia

  • вьседѣиствиѥ — ВЬСЕДѢИСТВИ|Ѥ (1*), ˫А с. Хитрость, изворотливость: аще… ли воѥводь ствѹ˫а ли кѹплю нѣкоторѹю шествѹ˫а, с нимь бы(с), искѹси добрѣ ѡ ѡнѣхъ [эллинов и варваров] смышлени˫а и вседѣистви˫а (τῆς... πανουργίας) ГА XIII–XIV, 46г …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • λεπτός — ή, ό (AM λεπτός, ή, όν) 1. αυτός που δεν έχει πάχος ή όγκο, φτενός, αραιός στη σύσταση, σε αντιδιαστολή με τον παχύ (α. «λεπτό ύφασμα» β. «λεπτόν τε πέπλον», Ευρ.) 2. αδύνατος, ισχνός, λιπόσαρκος (α. «μετά τη δίαιτα έγινε πολύ λεπτός» β. «ψῡχος… …   Dictionary of Greek

  • μήτις — Μυθολογικό πρόσωπο, μητέρα της Αθηνάς, προσωποποίηση της φρόνησης και της σοφίας. Ήταν κόρη του Ωκεανού και της Τηθύος και πρώτη σύζυγος του Δία. Σύμφωνα με την παράδοση, ύστερα από παράκληση του Δία, πρόσφερε στον Κρόνο ένα εμετικό φάρμακο,… …   Dictionary of Greek

  • τέχνημα — το, ΝΑ [τεχνῶμαι] το προϊόν έντεχνης εργασίας νεοελλ. το τεχνούργημα αρχ. 1. πανούργο επινόημα, τέχνασμα («κάπηλα προσφέρων τεχνήματα», Αισχύλ.) 2. επινόηση, εφεύρεση («ἧ καλόν, ἦν δ ἐγώ, τέχνημα ἄρα κέκτησαι», Πλάτ.) 3. (και για πρόσ. όταν… …   Dictionary of Greek

  • φοινικικός — (I) ή, ό / φοινικικός, ή, όν, ΝΜΑ [Φοῑνιξ, οίνικος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους Φοίνικες ή στη Φοινίκη (α. «φοινικικό αλφάβητο» σύστημα γραφής που προήλθε από το βορειοσημιτικό αλφάβητο, διαδόθηκε από τους Φοίνικες εμπόρους σε ολόκληρη… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»