Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παιδάκι

  • 41 воровать

    -рую, -руешь, ρ.δ.
    κλέβω, -φτω, -πτω•

    воровать деньги κλέβω χρήματα•

    мальчик стал воровать το παιδάκι άρχισε να κλέβει.

    -ется κλέβει, είναι κλέφτης.

    Большой русско-греческий словарь > воровать

  • 42 восьмилетний

    επ.
    οχτάχρονος, οκταετής•

    мальчик οχτάχρονο -παιδάκι,• -ее отсуствие о-χτάχρονη απουσία.

    Большой русско-греческий словарь > восьмилетний

  • 43 вспотеть

    -ею, -еешь, ρ.σ. κυρλξ. κ. μτφ. ιδρώνω•

    ребенок -ел το παιδάκι ίδρωσε•

    стекло -ло το τζάμι ίδρωσε (γέμισε υδρατμούς).

    Большой русско-греческий словарь > вспотеть

  • 44 вундеркинд

    α.
    πανέξυπνο παιδάκι.

    Большой русско-греческий словарь > вундеркинд

  • 45 выкупать

    ρ.σ.μ. λούζω, κάνω μπάνιο• κολυμπώ•

    выкупать ребенка в ванне κάνω λουτρό το παιδάκι στο λουτήρα•

    выкупать лошадь в реке κολυμπώ το άλογο στο ποτάμι.

    λούζομαι, πλύνομαι, κάνω μπάνιο• κολυμπώ.
    ρ.δ.
    βλ. выкупить.
    βλ. выкупить. || αναπληρώνομαι, αντικατασταίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > выкупать

  • 46 высадить

    -ажу, -адишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. высаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. αποβιβάζω, ξεμπαρκάρω• βγάζω, εξάγω• κατεβάζω. || βοηθώ να κατέβει•

    высадить больного из кресла σηκώνω τον άρρωστο από την πολυθρόνα•

    -ребенка из коляски κατεβάζω το παιδάκι από το καροτσάκι.

    2. μεταφυτεύω.
    3. (απλ.) σπάζω, -ξεκαρφώνω•

    -ли дверь έσπασαν την πόρτα.

    αποβιβάζομαι, ξεμπαρκάρω• βγαίνω, εξέρχομαι κατεβαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > высадить

  • 47 выучить

    -чу, -чишь, ρ.σ.μ.
    1. μαθαίνω•

    урок μαθαίνω το μάθημα•

    выучить наизусть μαθαίνω απ’ έξω, απομνημονεύω, αποστηθίζω•

    выучить физику μαθαίνω τη φυσική.

    2. διδάσκω•

    выучить ребенка читать μαθαίνω το παιδάκι να διαβάζει.

    || δασκαλεύω, ορμηνεύω, κατηχώ.
    1. μαθαίνω διδάσκομαι•

    выучить писать и читать μαθαίνω να γράφω και να διαβάζω.

    || συνηθίζω•

    выучить курить μαθαίνω να καπνίζω.

    2. αποφοιτώ.

    Большой русско-греческий словарь > выучить

  • 48 говорить

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χ ρ., говоренный, βρ: -рен, -рена, -рено.
    1. ομιλώ, μιλώ, κρένω•

    ребенок еще не -ит το παιδάκι ακόμα δε μιλά.

    || κατέχω ξένη γλώσσα•

    говорить по-русски μιλώ ρωσικά.

    2. λέγω, λέω•

    говорить правду λέγω την αλήθεια•

    говорить ложь λέγω ψέματα, ψεύδομαι.

    || διηγούμαι. || μτφ. εμφυσώ, εμπνέω. || μτφ. υπαγορεύω.
    3. συνομιλώ, κουβεντιάζω. || φημολογώ•

    -ят, что вы нвлвдим λένε πως είστε ακοινώνητος.

    || μαρτυρώ, αποδείχνω•

    факты -ят τα έργα (πράξεις) λένε.

    εκφρ.
    говорить на разных языках – μιλούμε σε διάφορες γλώσσες (δεν καταλαβαίνομε ο ένας το άλλον, δεν συνεννοούμαστε)•
    тебе -ят – εσένα λένε (άκουσε)•
    вам -ю – εσάς μιλώ (ακούτε)•
    и не -ите – ούτε λόγος να γίνεται, δε χρειάζεται κουβέντα (αναμφίβολα, οπωσδήποτε)•
    иначе -я – με άλλα λόγια•
    само за себя -ит – μιλάει το ίδιο, είναι αυτονόητο, αυτοφανές, αυτόδηλο•
    что и говорить – τι να πω (είναι σωστό)•
    что ή как ни -и – ό,τι, όσο και να πεις•
    что вы -ите! – τι λέτε!•
    это -ит в его пользу – αυτό είναι υπέρ αυτού, προς όφελος του•
    не -я уже – για να μην πω ακόμα.
    1. λέγομαι, μιλιέμαι• προφέρομαι. || αναφέρομαι.
    2. έχω διάθεση γιά κουβέντα.
    3. φημολογούμαι• λέγομαι•

    как -ится όπως λέγεται.

    Большой русско-греческий словарь > говорить

  • 49 годовалый

    επ.
    χρονιάρικος, ενός χρόνου•

    годовалый ребенок χρονιάρικο παιδάκι•

    -ая телка χρονιάρικο θηλυκό μοσχαράκι.

    || ενός χρόνου (διαρκείας)•

    -ое вино κρασί ενός χρόνου.

    Большой русско-греческий словарь > годовалый

  • 50 головушка

    θ.
    1. κεφαλάκι.
    2. (συνήθως με προσδιορισμό) πλάσμα, ύπαρξη•

    пропавшая -χαμένη ύπαρξη•

    буиная головушка ο ευέξαπτος.

    Большой русско-греческий словарь > головушка

  • 51 голубоглазый

    επ., βρ: -лаз, -а, -о
    γαλανομάτης, γαλανομάτικος•

    голубоглазый мальчик γαλανομάτικο παιδάκι•

    -ая женщина γαλανομάτα γυναίκα•

    голубоглазый мужчина γαλανομάτης άντρας.

    Большой русско-греческий словарь > голубоглазый

  • 52 голыш

    α.
    1. γυμνό παιδάκι, γυμνός άνθρωπος.
    2. παλ. φτωχός, πένης, ενδεής.
    3. βότσαλο, κροκάλη, κοχλάδι.

    Большой русско-греческий словарь > голыш

  • 53 гореть

    -рю, -ришь, ρ.δ.
    1. καίγομαι•

    дрова -ят в печке τα καυσόξυλα καίγονται στη θερμάστρα•

    дом -ит το σπίτι καίγεται.

    || καίω, είμαι αναμμένος•

    печка -ит η θερμάστρα καίει•

    лампа -ит η λάμπα καίει (φωτίζει).

    2. φλέγομαι, ψήνομαι•

    ребенок -ит гореть температура 40 το παιδάκι ψήνεται από τον πυρετό, εχει 40 βαθμούς.

    3. κοκκινίζω, ερυθριώ•

    я -рю от стыда κατακοκκινίζω από ντροπή•

    уши -ят τα αυτιά καίνε (κοκκινίζουν)•

    лицо -ит το πρόσωπο καίει (κοκκινίζει).

    4. καταλαμβάνομαι από δυνατό πάθος, αίσθημα, οργή κλπ., ανάβω, φλέγομαι, καίγομαι.
    5. αστράφτω, στραφταλίζω, λάμπω.
    6. σαπίζω, χαλνώ (από υγρασία και μη αερισμό)•

    мокрое сено -ит в стогах το βρεγμένο χόρτο σαπίζει στις θημωνιές.

    7. φθείρομαι, χαλνώ, αχρηστεύομαι(για ενδύματα, υποδήματα).
    8. βγαίνω από το παιγνίδι, καίγομαι.
    εκφρ.
    - ит трава под ногами – φωτιές (σπίθες) βγάζουν (πετούν) τα πόδια του (για ταχύποδα)•
    земля -ит под ногами – κάθεται σ’αναμμένα κάρβουνα (είναι έτοιμος να φύγει, ανυπομονεί να το σκάσει• τρέχει ολοταχώς)•
    не -ит – δεν είναι καμιά βία, δε μας κυνήγα κανένας•
    дело (работаκ.τ.τ.) -ит в руках у кого τον βλέπει η δουλειά και τον φοβάται ή την πιάνει η ζάλη (για δουλευταρά).

    Большой русско-греческий словарь > гореть

  • 54 даром

    επίρ.
    1. δωρεά, χάρισμα, τζάμπα, απΑερωτο, έτσι•

    и даром не нужно και τζάμπα δεν το παίρνω.

    || πάμφτηνα•

    даром я это купил совершен-!• но даром το αγόρασα τελείως! τζάμπα.

    2. άδικα, ανώφελα, μάταια, στα χαμένα, άσκοπα, τζάμπα•

    весь день даром пропал όλη η μέρα πέρασε στα χαμένα•

    это вам не пройдет даром αυτό δε θα σας περάσει έτσι•

    это не даром досталось αυτό δεν αποκτήθηκε χωρίς κόπο.

    εκφρ.
    даром что – αν και•
    даром что старый, а глупей ребенка – αν και γέρος, όμως κουτότερος κι άπο παιδάκι.

    Большой русско-греческий словарь > даром

  • 55 двухгодовой

    επ.
    1. βλ. двухгодичный.
    2. (παλ.) διετής, δίχρονος•

    двухгодовой ребенок δίχρονο παιδάκι.

    Большой русско-греческий словарь > двухгодовой

  • 56 девятилетний

    -яя, -ее, επ. εννιάχρονος•

    -мальчик εννιάχρονο παιδάκι•

    -ее отсуствие εννιάχρονη απουσία.

    Большой русско-греческий словарь > девятилетний

  • 57 деточка

    θ.
    παιδάκι, μωρό, μικρό.

    Большой русско-греческий словарь > деточка

  • 58 дефективный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно
    ελαττωματικός, ατελής•

    дефективный ребёнок ελαττωματικό παιδάκι.

    || (γραμμ.) ελλειπτικός (για ρήμα, ουσιαστικό, επίθετο).

    Большой русско-греческий словарь > дефективный

  • 59 дитятко

    ουδ. (απλ.) χαϊδ. μωρό•

    дитятко моё παιδάκι μου, μωρό μου.

    Большой русско-греческий словарь > дитятко

  • 60 докупать

    ρ.δ.
    βλ. докупить.
    ρ.σ.μ.
    απολούζω, τελειώνω το λούσιμο•

    докупать ребёнка απολούζω το παιδάκι.

    1. αποπλύνομαι.
    2. πλύνομαι, κολυμπώ ώσπου•

    я -лся до простуды εγώ κολύμπησα τόσο, που κρυολόγησα.

    Большой русско-греческий словарь > докупать

См. также в других словарях:

  • παιδάκι — παιδάκι, το και παιδάριο, το το μικρό παιδί: Την παραμονή των Χριστουγέννων τα καταστήματα που πουλούν παιχνίδια είναι γεμάτα από παιδάκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδάκι — το (Α παιδάκιον) [παις, παιδός] μικρό παιδί, παιδάριο …   Dictionary of Greek

  • παϊδάκι — το [παΐδι] μικρό παΐδι, πλευρά σφαγίου που προέρχεται από αρνί ή κατσίκι …   Dictionary of Greek

  • αραπάκι — το 1. παιδάκι της μαύρης φυλής 2. παιδάκι Αράβων 3. πολύ μελαχρινό παιδάκι 4. είδος μαύρου σταφυλιού ή σύκου …   Dictionary of Greek

  • παιδόπουλο — Μικρό παιδί, παιδάκι. Οι Βυζαντινοί ονόμαζαν π. τα παιδιά που υπηρετούσαν στα ανάκτορα και συνήθως προέρχονταν από την αριστοκρατική τάξη. Τα π. βοηθούσαν τους άρχοντες και τους αυλικούς στην υπηρεσία τους και συντρόφευαν τα παιδιά του… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Aussprache des Neugriechischen — Die Aussprache des Neugriechischen besteht praktisch unverändert seit etwa dem 10. Jahrhundert. Sie ist relativ einheitlich, aus dem mit dem griechischen Alphabet geschriebenen Text geht die Aussprache bis auf wenige Ausnahmen eindeutig hervor.… …   Deutsch Wikipedia

  • έρως — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Γεννήθηκε από το Χάος και τη Γαία, όπως αναφέρει ο Ησίοδος στη Θεογονία του, ή κατ’ άλλους από τον Τάρταρο και τη Νύκτα. Τον θεωρούσαν τον ωραιότερο μεταξύ των αθάνατων θεών και τον φαντάζονταν ως παιδάκι (τον παρίσταναν …   Dictionary of Greek

  • απέ — 1. (ως πρόθ.) από κάτι ή από κάπου («απέ το χέρι την κρατεί») 2. (επίρρ. χρον.) κατόπιν, έπειτα («τράβα τώρα κι απέ βλέπουμε»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλεκτική παραλλαγή της πρόθεσης από, της οποίας η χρήση επεκτάθηκε και ευρύτερα, με πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • βλασταράκι — το (Μ βλασταράκιν) [βλαστάρι] τρυφερό, μικρό βλαστάρι νεοελλ. μικρό παιδάκι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»