Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παιδάκι

  • 21 укутать

    укутать
    сов, укутывать несов τυλίγω, κουκουλώνω, σκεπάζω:
    \укутать ребенка в одеяло κουκουλώνω τό παιδάκι μέ τήν κουβέρτα \укутаться τυλίγομαι, κουκουλώνομαι, σκεπάζομαι.

    Русско-новогреческий словарь > укутать

  • 22 утешать

    утешать
    несов
    1. (успокаивать) παρηγορώ:
    \утешать ребенка παρηγορώ τό παιδάκι·
    2. (радовать) προξενώ χαρά, χαροποιώ.

    Русско-новогреческий словарь > утешать

  • 23 чистый

    чи́ст||ый
    прил
    1. (не грязный) καθαρός, παστρικός:
    \чистыйые ру́ки τά καθαρά χέρια· \чистый воротничок ὁ καθαρός γιακάς· \чистыйая посуда τά παστρικά πιατικά·
    2. (без примеси) καθαρός, ἀγνός, ἀνόθευτος, γνήσιος:
    \чистыйое золото τό καθαρό μάλαμα·
    3. (ясный, отчетливый) καθαρός:
    \чистый голос ἡ διαυγής φωνή· \чистыйое произношение ἡ καθαρή προφορά·
    4. перен (честный, правдивый) καθαρός, ἀγνός/ ἀδολος (искренний):
    \чистыйая совесть ἡ καθαρή συνείδηση· сказать от \чистыйого сердца λέγω μ· ὅλη μου τήν ψυχή· б. (аккуратный, тщательный) ἐπιμελημένος:
    \чистыйая работа ἡ παστρική δουλειά, ἡ ἐπιμελημένη ἐργασία· β. (сущий) καθαρός, ἀγνός:
    \чистыйая случайность ἡ ἀπλή σύμπτωση· \чистыйое недоразумение ἡ καθαρή παρεξήγηση· \чистыйая правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· \чистыйое дитя τό ἀγνό παιδάκι· ◊ \чистый вес τό καθαρό βάρος· \чистыйая прибыль τό καθαρό κέρδος· на \чистыйом воздухе στον καθαρό ἀέρα· в \чистыйом виде (неискаженно) χωρίς ν· ἀλλάξω τίποτε· в \чистыйом поле σέ γυμνό τόπό вывести кого-л. на \чистыйую воду ἀποκαλύπτω (или ξεσκεπάζω) κάποιον, βγάζω τ' ἄπλυτά του στη φόρα· принимать за \чистыйую монету разг παίρνω κάτι στά σοβαρά.

    Русско-новогреческий словарь > чистый

  • 24 дитя

    [ντιτγιά] ουσ. ο. παιδάκι

    Русско-греческий новый словарь > дитя

  • 25 малыш

    [μαλύς] ουσ. α αγοράκι, παιδάκι, μικρούλης

    Русско-греческий новый словарь > малыш

  • 26 мальчик

    [μάλ'τσικ] ουσ. α. αγόρι, παιδάκι

    Русско-греческий новый словарь > мальчик

  • 27 мальчик

    [μάλ'τσικ] ουσ. α. αγόρι, παιδάκι

    Русско-греческий новый словарь > мальчик

  • 28 мальчуган

    [μαλ'τσουγκάν] ουσ. α παιδάκι

    Русско-греческий новый словарь > мальчуган

  • 29 дитя

    [ντιτγιά] ουσ ο παιδάκι

    Русско-эллинский словарь > дитя

  • 30 малыш

    [μαλύς] ουσ α αγοράκι, παιδάκι, μικρούλης

    Русско-эллинский словарь > малыш

  • 31 мальчик

    [μάλ'τσικ] ουσ α αγόρι, παιδάκι

    Русско-эллинский словарь > мальчик

  • 32 мальчик

    [μάλ'τσικ] ουσ α αγόρι, παιδάκι

    Русско-эллинский словарь > мальчик

  • 33 мальчуган

    [μαλ'τσουγκάν] ουσ α παιδάκι

    Русско-эллинский словарь > мальчуган

  • 34 а

    а 1
    είναι το πρώτο γράμμα του ρωσικού αλφάβητου• α•

    от а до зет παλ. από το α ως το ω (από την αρχή ως το τέλος)•

    кто сказал а, тот должен сказать и б αυτός που το άρχισε πρέπει και να το τελειώσει ή συνεχίσει.

    а 2
    σύνδ. αντιθετικός• μα, αλλά, όμως, ενώ, και.
    1. (κατ’ αντιπαράθεση)•

    отец трудолюбивый, а сын ленивый ο πατέρας είναι εργατικός, αλλά ο γιος οκνηρός•

    не годы старят, а горе δε γεράζουν τα χρόνια, αλλά τα φαρμάκια•

    я остаюсь в Москве, а вы в Ленинграде εγώ μένω στη Μόσχα και σεις στο Λένινγκραντ.

    2. (μετά από ενδοτικές προτάσεις μπορεί και να λείψει)•

    хотя мне и весело, а надо уходить αν και μου είναι ευχάριστα, (όμως) πρέπει να φύγω.

    3. εξάλλου•

    а вам всем известно, что... εξάλλου όλοι σας ξέρετε ότι....

    4. και•

    ученик сделал уроки, а затем вышел играть ο μαθητής έκανε τα μαθήματα και μετά βγήκε να παίξει.

    5. (στην αρχή των ερωτηματικών και επιφωνηματικών προτάσεων ή του λόγου χρησιμοποιείται σαν επιτακτικό)•

    а когда ты поедешь? και πότε θα πας;•

    а когда нам будет весело? και πότε εμείς θα χαρούμε;•

    а все-таки я не согласен και παρ’ όλ’ αυτά, εγώ δε συμφωνώ.

    εκφρ.
    а то – ειδάλλως, ειδεμή, αλλιώς, διαφορετικά•
    спеши, а то опоздаешь – κάμε γρήγορα (βιάσου), διαφορετικά θ’ αργήσεις.
    а 3
    μόριο (για ερώτηση ή κάλεσμα)• α•

    пойдем гулять а? θα πάμε περίπατο α;

    (επιτακτικό)• ε•

    Ваня, а Ваня Γιάννη, ε Γιάννη.

    а 4
    επιφ. (εκφράζει θαυμασμό, αγανάκτηση κλπ. αισθήματα)• α•

    а, так это вы были? α, ώστε εσείς ήσαστε;•

    а, попался α, μου έπεσες (στα χέρια)•

    а! закричал мальчик, как увидел змею α! φώναξε το παιδάκι, σαν είδε το φίδι.

    Большой русско-греческий словарь > а

  • 35 белобрысый

    επ., βρ: -брыс, -а, -о
    υπόξανθος, ανοιχτόξανθος, ασπρόξανθος•

    белобрысый мальчишка ασπρόξανθο παιδάκι.

    βλ. белёсый.

    Большой русско-греческий словарь > белобрысый

  • 36 болезненный

    επ., βρ: -знен, -зненна, -нно
    1. ασθενικός, αρρωστιάρικος, φιλάσθενος• νοσηρός•

    болезненный ребенок αρρωστιάρικο παιδάκι•

    -ое состояние νοσηρή κατάσταση.

    2. μτφ. παρακαμωμένος, ο πέρα από τα όρια•

    -ое любопытство αρρωστιάρικη περιέργεια.

    3. οδυνηρός•

    укусы осы -ы τα κεντρίσματα της σφήκας είναι οδυνηρά.

    || μτφ. θλιβερός•

    -ые воспоминания θλιβερές αναμνήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > болезненный

  • 37 бутуз

    α.
    παιδάκι χοντρομπαλάτικο, παχουλό, μπουλούκο.

    Большой русско-греческий словарь > бутуз

  • 38 ведь

    1. (μόριο επιτακτ.) μά• μήπως, σάμπως• λοιπόν•

    ведь я не ребенок, чтобы не понимать этого μα εγω δεν είμαι παιδάκι, για να μην το καταλαβαίνω•

    ведь это правда? μα αυτό είναι αλήθεια;

    (μόριο βεβαιωτικό) αφού, μα•

    ведь я вам говорил, что он приедет μα εγώ σας το έλεγα ότι αυτός θα έρθει ή δεν σας το ‘λεγα ότι, θα έρθει;

    2. (σύνοεσμος υποταχτικός)• αφού, μια και, ενώ•

    веди нас ведь ты знаешь дорогу οδήγησε μας, μια και ξέρεις το δρόμο.

    3. πραγματικά•

    ведь вы были правы πραγματικά εσείς είχατε δίκιο.

    Большой русско-греческий словарь > ведь

  • 39 взвесить

    взвешу, взвесишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. взвешенный, βρ: -шен, -а, -о, ρ.σ.μ.
    1. ζυγίζω, σταθμίζω•

    взвесить ребенка ζυγίζω το παιδάκι.

    2. μτφ. μελετώ, εξετάζω ολόπλευρα, εκτιμώ•

    взвесить все доводы за и против εξετάζω επισταμένα όλα τα επιχειρήματα υπέρ και κατά•

    взвесить свой слово μετρώ τα λόγια μου, σκέφτομαι καλά την κουβέντα μου, πριν την πω.

    ζυγίζομαι, σταθμίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > взвесить

  • 40 воздействовать

    -твую, -твуешь, ρ.δ. к.о., επιδρώ, επενεργώ•

    воздействовать на ребенка лаской επιδρώ στο παιδάκι με το χάδι.

    Большой русско-греческий словарь > воздействовать

См. также в других словарях:

  • παιδάκι — παιδάκι, το και παιδάριο, το το μικρό παιδί: Την παραμονή των Χριστουγέννων τα καταστήματα που πουλούν παιχνίδια είναι γεμάτα από παιδάκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδάκι — το (Α παιδάκιον) [παις, παιδός] μικρό παιδί, παιδάριο …   Dictionary of Greek

  • παϊδάκι — το [παΐδι] μικρό παΐδι, πλευρά σφαγίου που προέρχεται από αρνί ή κατσίκι …   Dictionary of Greek

  • αραπάκι — το 1. παιδάκι της μαύρης φυλής 2. παιδάκι Αράβων 3. πολύ μελαχρινό παιδάκι 4. είδος μαύρου σταφυλιού ή σύκου …   Dictionary of Greek

  • παιδόπουλο — Μικρό παιδί, παιδάκι. Οι Βυζαντινοί ονόμαζαν π. τα παιδιά που υπηρετούσαν στα ανάκτορα και συνήθως προέρχονταν από την αριστοκρατική τάξη. Τα π. βοηθούσαν τους άρχοντες και τους αυλικούς στην υπηρεσία τους και συντρόφευαν τα παιδιά του… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Aussprache des Neugriechischen — Die Aussprache des Neugriechischen besteht praktisch unverändert seit etwa dem 10. Jahrhundert. Sie ist relativ einheitlich, aus dem mit dem griechischen Alphabet geschriebenen Text geht die Aussprache bis auf wenige Ausnahmen eindeutig hervor.… …   Deutsch Wikipedia

  • έρως — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Γεννήθηκε από το Χάος και τη Γαία, όπως αναφέρει ο Ησίοδος στη Θεογονία του, ή κατ’ άλλους από τον Τάρταρο και τη Νύκτα. Τον θεωρούσαν τον ωραιότερο μεταξύ των αθάνατων θεών και τον φαντάζονταν ως παιδάκι (τον παρίσταναν …   Dictionary of Greek

  • απέ — 1. (ως πρόθ.) από κάτι ή από κάπου («απέ το χέρι την κρατεί») 2. (επίρρ. χρον.) κατόπιν, έπειτα («τράβα τώρα κι απέ βλέπουμε»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλεκτική παραλλαγή της πρόθεσης από, της οποίας η χρήση επεκτάθηκε και ευρύτερα, με πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • βλασταράκι — το (Μ βλασταράκιν) [βλαστάρι] τρυφερό, μικρό βλαστάρι νεοελλ. μικρό παιδάκι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»