Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παιδάκι

  • 81 капризный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно
    καπριτσόζικος, ιδιότροπος, πεισματάρικος•

    ребёнок καπριτσόζικο παιδάκι•

    -ая женщина καπριτσδζα γυναίκα•

    капризный характер ιδιότροπος χαρακτήρας.

    || άστατος• ευμετάβλητος•

    -ая погода άστατος καιρός.

    || επιτηδευμένος• αλλόκοτος.

    Большой русско-греческий словарь > капризный

  • 82 коклюшный

    επ.
    του κοκκύτη. || από κοκκύτη•

    коклюшный ребёнок παιδάκι άρρωστο από κοκκύτη.

    Большой русско-греческий словарь > коклюшный

  • 83 колено

    ουδ.
    1. (πλθ. колени -ей κ. -лн) γόνυ, γόνα, γόνατο•

    разбить колено σπάζω το γόνατο•

    стоять на -ях στέκομαι στα γόνατα•

    опуститься на -и πέφτω στα γόνατα•

    ползать на -ях έρπω στα γόνατα•

    посадить ребёнка к себе на -и παίρνω το παιδάκι στα γόνατα μου.

    2. γωνία, αγκώνας, καμπή, γύρισμα•

    колено реки αγκώνας του ποταμού•

    колено железной трубки η γωνία του σιδηροσωλήνα.

    3. (μουσ.) γύρισμα, τσάκισμα της φωνής.
    4. στροφή, φιγούρα (χορού). || απότομη στροφή στη διαγωγή.
    5. γενεαλογική διακλάδωση.
    εκφρ.
    поставить кого на -и – γονατίζω κάποιον (κάμπτω την αντίσταση)•
    море по колено ή по -на кому – όλα τα θεωρεί τίποτε, δε φοβάται τίποτε: пьяному море по -и για το μεθυσμένο και η θάλασσα δεν έχει βάθος πάνω από το γόνα (δεν έχει αίσθηση φόβου).

    Большой русско-греческий словарь > колено

  • 84 кормить

    кормлю, кормишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. кормленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.δ. μ.
    1. τρέφω, θρέφω, ταΐζω, σιτίζω•

    кормить лошадей ταΐζω τ άλογα•

    кормить с рук собаку ταΐζω το σκυλί στο χέρι•

    кормить свинью на убой τρέφω γουρούνι για σφάζιμο•

    кормить сотно (досыта) τρέφω χορταστικά, καλοθρέφω•

    кормить больного ταΐζω τον άρρωστο•

    кормить ребёнка с ложки ταΐζω το παιδάκι με το κουτάλι.

    || θηλάζω, βυζαίνω, γαλουχώ•

    кормить грудью βυζαίνω•

    сука -ла щенят η σκύλα βύζανε τα κουταβάκια.

    2. συντηρώ, διατηρώ, ζω•

    он -ил всю семьи αυτός ζούσε όλη την οικογένεια•

    дети обязаны кормить своих родителей в случае нужды τα παιδιά έχουν υποχρέωση να συντηρήσουν τους γονείς τους σε περίπτωση ανάγκης.

    εκφρ.
    кормить вшей (клопов) – (απλ.) τον τρώνε οι ψείρες (βρίσκεται σε άσχημη κατάσταση)•
    кормить обещаниями – υπόσχομαι, δίνω υποσχέσεις•
    хлебом не -и кого – σ αυτόν δε χρειάζονται υποδείξεις, δός του μόνο δουλειά.
    τρέφομαι• συντηρούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. корова -лась на лугу η αγελάδα βοσκούσε στο λιβάδι•

    кормить своим трудом συντηρούμαι (ζω) με τη δουλειά μου.

    Большой русско-греческий словарь > кормить

  • 85 кроха

    α. κ. θ.
    μικρό παιδάκι, μωρό.
    -и, αιτ. кроху, πλθ. крохи, δοτ. -ам θ.
    ψίχουλο, ψιχίο, τρίμμα. || μτφ. ελάχιστη ποσότητα, μια ψίχα, μια σταλιά•

    нет ни -и καθόλου δεν υπάρχει•

    -и знаний ψίχουλα γνώσεων.

    Большой русско-греческий словарь > кроха

  • 86 крохотка

    θ.
    1. ελάχιστη ποσότητα• μικρού μεγέθους.
    2. παιδάκι, παιδαρέλι.
    3. επίρ. -у ελάχιστα, μια ψίχα.

    Большой русско-греческий словарь > крохотка

  • 87 крошка

    θ.
    1. ψιχουλάκι, τριμματάκι. || μτφ. ελάχιστη ποσότητα.
    2. πολύ μικρών διαστάσεων. || παιδάκι, παιδαρέλι• μωρό.
    3. επίρ. -у ελάχιστα, μια ψίχα, μια στάλα.
    εκφρ.
    ни -и – ούτε σταλιά, ούτε ψιχουλάκι, καθόλου.
    θ.
    τρίψιμο, θρίψη, ψιχούλιασμα.

    Большой русско-греческий словарь > крошка

  • 88 ласковый

    επ., βρ: -ков, -а, -о.
    χαϊδευτικός, θωπευτικός• χαϊδιάρης, -ρικος•

    ласковый ребёнок χαϊδιάρικο παιδάκι•

    -ая мать χαϊδιάρα μάνα•

    ласковый взгляд χαϊδευτικό βλέμμα.

    || ευπροσήγορος, προσηνής, γλυκόλογος.

    Большой русско-греческий словарь > ласковый

  • 89 мальчонка

    α. (υποκορ. -χαΤό.) αγοράκι, παιδάκι.

    Большой русско-греческий словарь > мальчонка

  • 90 мальчуган

    α.
    αγόρι, παιδί αγοράκι, παιδάκι..

    Большой русско-греческий словарь > мальчуган

  • 91 милый

    επ., βρ: мил, мила, мило; милейший.
    1. χαριτωμένος, χαριτόβρυτος•

    -ое дитя χαριτωμένο παιδάκι•

    -ая улыбка χαριτωμένο χαμόγελο•

    она очень -а αυτή είναι πολύ χαριτωμένη.

    || ευχάριστος• ευγενής, -ενικός, φιλόφρονας.
    2. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος, ακριβός•

    милый друг αγαπητέ φίλε (φίλτατέ μου).

    3. ως ουσ. αγαπημένος, -η, ερωμένος, -η, εραστής.
    εκφρ.
    мил человек – (απλ.) καλέ μου άνθρωπε•
    - ое дело – α) καλή υπόθεση, θετικό, β) για θαυμασμό ή αγανάκτηση ωραία•
    вот (это) -о! – α) αυτό είναι θαύμα (ωραίο)! β) αυτό χρειάζονταν ακόμα! αυτό δεν έφτανε ακόμα!

    Большой русско-греческий словарь > милый

  • 92 наблюдать

    ρ.δ.
    1. παρατηρώ, βλέπω, κοιτάζω, παρακολουθώ•

    наблюдать как играют дети βλέπω πως παίζουν τα παιδιά•

    наблюдать течение звзд παρατηρώ την κίνηση των αστεριών•

    наблюдать затмение луны παρατηρώ την έκλειψη του φεγγαριού•

    наблюдать ход событий παρακολουθώ την πορεία των γεγονότων•

    врач -ет больного ο γιατρός παρακολουθεί τον άρρωστο.

    2. ερευνώ, σπουδάζω•

    -жизнь животных παρακολουθώ τηζωή των ζώων.

    || πηγαίνω στ αχνάρια, παρακολουθώ τις κινήσεις.
    3. επιβλέπω, παρατηρώ•

    наблюдать за порядком επιβλέπω την τάξη•

    наблюдать за ребнком επιβλέπω το παιδάκι.

    4. τηρώ, ακολουθώ κάτι πιστά.
    παρατηρούμαι, συναντιέμαι, έχω τα ίδια γνωρίσματα. || φανερώνομαι, εμφανίζομαι, σημειώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > наблюдать

  • 93 наготовить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. ετοιμάζω, εφοδιάζομαι•

    наготовить дрова ни зиму εφοδιάζομαι ξύλα για το χειμώνα.

    2. (με ποσοτική σημασία) μαγειρεύω, ετοιμάζω, φτιάχνω•

    наготовить на всех гостей ετοιμάζω για όλους τους φιλοξενούμενους•

    наготовить всякой всячины ετοιμάζω λογιών-λογιών φαγητά.

    εφοδιάζω, προμηθεύω•

    на всех не наготовить όλους δεν μπορώ να τους εφοδιάσω ή να τους προκάνω (προφτάσω)•

    на этого мальчика не -ишься обуви αυτό το παιδάκι δεν το προκάνομε από παπούτσια.

    Большой русско-греческий словарь > наготовить

  • 94 наивный

    επ., βρ: -вен, -вна, -вно
    αφελής-απλός, απλοϊκός, αγαθός, άκακος, απονήρευτος• απροσποίητος•

    наивный ребёнок αθώο παιδάκι•

    -ые вопросы αφελείς ερωτήσεις•

    -ая песенька απλοϊκό τραγουδάκι.

    Большой русско-греческий словарь > наивный

  • 95 невинный

    επ., βρ: -винен, -винна, -о.
    1. αθώος, μη φταίχτης, μη ένοχος αναμάρτητος, ακριμάτιστος•

    -ые люди αθώοι άνθρωποι•

    -ая жертва αθώο θύμα•

    -ое страдание αναίτιο βάσανο•

    он невинен в этом преступлении αυτός δεν είναι ένοχος σ αυτό το έγκλημα•

    его признали -ым τον κήρυξαν αθώο.

    2. αφελής, άκακος, άδολος, απονήρευτος•

    невинный ребёнок αθώο παιδάκι•

    -ое создание αθώο πλάσμα.

    || ανεπίκριτος, αμώμητος, άμωμος, άψογος• άκακος, αβλαβής•

    невинный разговор ανεπίκριτη συνομιλία•

    невинныйое развлечение άψογη διασκέδαση•

    -ые игры αβλαβή παιγνίδια.

    3. αγνός•

    -ая девушка αγνό κορ ίτσι.

    Большой русско-греческий словарь > невинный

  • 96 недоглядеть

    -яжу, -ядишь
    ρ.σ.
    1. αφήνω να περάσει απαρατήρητο, παραβλέπω, παρορώ•

    -опечатку в тексте παραβλέπω τυπογραφικό λάθος στο κείμενο.

    2. δεν παρακολουθώ, δεν προσέχω καλά• δεν κοιτάζω καλά•

    недоглядеть за ребнком δεν προσέχω καλά το παιδάκι.

    Большой русско-греческий словарь > недоглядеть

  • 97 недосмотреть

    -отрю, -отришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недосмотренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.
    επιβλέπω, επιτηρώ ανεπαρκώς•

    недосмотреть за ребнком δεν επιβλέπω καλά το παιδάκι.

    Большой русско-греческий словарь > недосмотреть

  • 98 неймётся

    (μόνο 3 πρόσ. ενκ. ενστ.)
    ρ.δ. απρόσ. (απλ.) δεν ησυχάζω δε σταματώ•

    всё неймётся δε σταματά καθόλου•

    ребёнку неймётся – всё бегает το παιδάκι δεν ησυχάζει, όλο τρέχει.

    Большой русско-греческий словарь > неймётся

  • 99 непоседливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о
    αεικίνητος, ανήσυχος, άστατος, ασταμάτητος•

    непоседливый ребёнок ανησύχαστο παιδάκι.

    Большой русско-греческий словарь > непоседливый

  • 100 непослушание

    ουδ.
    ανυπακοή• απείθεια•

    наказать ребнка за непослушание τιμωρώ το παιδάκι για ανυπακοή.

    Большой русско-греческий словарь > непослушание

См. также в других словарях:

  • παιδάκι — παιδάκι, το και παιδάριο, το το μικρό παιδί: Την παραμονή των Χριστουγέννων τα καταστήματα που πουλούν παιχνίδια είναι γεμάτα από παιδάκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδάκι — το (Α παιδάκιον) [παις, παιδός] μικρό παιδί, παιδάριο …   Dictionary of Greek

  • παϊδάκι — το [παΐδι] μικρό παΐδι, πλευρά σφαγίου που προέρχεται από αρνί ή κατσίκι …   Dictionary of Greek

  • αραπάκι — το 1. παιδάκι της μαύρης φυλής 2. παιδάκι Αράβων 3. πολύ μελαχρινό παιδάκι 4. είδος μαύρου σταφυλιού ή σύκου …   Dictionary of Greek

  • παιδόπουλο — Μικρό παιδί, παιδάκι. Οι Βυζαντινοί ονόμαζαν π. τα παιδιά που υπηρετούσαν στα ανάκτορα και συνήθως προέρχονταν από την αριστοκρατική τάξη. Τα π. βοηθούσαν τους άρχοντες και τους αυλικούς στην υπηρεσία τους και συντρόφευαν τα παιδιά του… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Aussprache des Neugriechischen — Die Aussprache des Neugriechischen besteht praktisch unverändert seit etwa dem 10. Jahrhundert. Sie ist relativ einheitlich, aus dem mit dem griechischen Alphabet geschriebenen Text geht die Aussprache bis auf wenige Ausnahmen eindeutig hervor.… …   Deutsch Wikipedia

  • έρως — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Γεννήθηκε από το Χάος και τη Γαία, όπως αναφέρει ο Ησίοδος στη Θεογονία του, ή κατ’ άλλους από τον Τάρταρο και τη Νύκτα. Τον θεωρούσαν τον ωραιότερο μεταξύ των αθάνατων θεών και τον φαντάζονταν ως παιδάκι (τον παρίσταναν …   Dictionary of Greek

  • απέ — 1. (ως πρόθ.) από κάτι ή από κάπου («απέ το χέρι την κρατεί») 2. (επίρρ. χρον.) κατόπιν, έπειτα («τράβα τώρα κι απέ βλέπουμε»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλεκτική παραλλαγή της πρόθεσης από, της οποίας η χρήση επεκτάθηκε και ευρύτερα, με πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • βλασταράκι — το (Μ βλασταράκιν) [βλαστάρι] τρυφερό, μικρό βλαστάρι νεοελλ. μικρό παιδάκι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»