Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παιδάκι

  • 101 непослушный

    επ., βρ: -шен, -шна, -шно
    ανυπάκουος• απειθής•

    непослушный ребёнок ανυπάκουο παιδάκι.

    || ακράτητος, ασυγκράτητος•

    -ые слёзы ασυγκράτητα δάκρυα.

    Большой русско-греческий словарь > непослушный

  • 102 неразвитой

    επ., βρ: -развит, -а, -о.
    1. μη αναπτυγμένος•

    неразвитой ребёнок το μη (κανονικά) αναπτυγμένο παιδάκι•

    физически -развит μη αναπτυγμένος σωματικά.

    || καθυστερημένος, αμόρφωτος.
    2. μη πλήρης, ατελής, μη εκτενής.

    Большой русско-греческий словарь > неразвитой

  • 103 несмышлёный

    επ.
    ανόητος, κουτός αποκοιμισμένος•

    несмышлёный малыш κουτό παιδάκι•

    -ые глаза αποκοιμισμένα (χαυνώδη) μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > несмышлёный

  • 104 несмышлёныш

    α.
    κουτό (μωρό) παιδάκι.

    Большой русско-греческий словарь > несмышлёныш

  • 105 несознательный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о;
    1. ασυνείδητος, που δεν έχει επίγνωση για κάτι•

    несознательный ребёнок ασυνείδητο παιδάκι•

    несознательный возраст ηλικία υπανάπτυκτης συνείδησης.

    2. ανώριμος•

    -ая мисса μη συνειδητοποιημένη μάζα.

    || αναίσθητος πωρωμένος.

    Большой русско-греческий словарь > несознательный

  • 106 нести

    несу, несшь, παρλθ. χρ. нёс, несла, -ло; μτχ. ενστ. несущий; μτχ. παρλθ. χρ. нёсший, παθ. μτχ. ενεστ. χρ. несомый, επιρ. μτχ. неся
    ρ.σ.
    1. φέρω, μεταφέρω, μετακομίζω, κουβαλώ•

    -мешок на спине μεταφέρω το τσουβάλι στη ράχη.

    || μτφ. επωμίζομαι•

    нести отвтственность φέρω ευθύνη.

    || εκτελώ εκπληρώνω•

    нести службу εκτελώ υπηρεσία•

    нести обязанности завдущего εκτελώ καθήκοντα τμηματάρχη.

    || μετακινώ, μεταφέρω ολοταχώς, βιαστικά.
    2. διαδίδω, διαχέω, ξαπλώνω (για ήχο, μυρουδιά). || σηκώνω, φέρω•

    ветер -ст пыль ο άνεμος σηκώνει σκόνη.

    3. απρόσ. έρχομαι απο..., μεταδίδομαι με τόν αέρα•

    -ст чесноком μυρίζει σκόρδο•

    от него -ло табаком αυτός μύριζε τσιγάρο.

    || φυσώ, πνέω•

    с моря -ло сырым воздухом από τη θάλασσα φύσηξε υγρός αέρας•

    -т с окна φυσάει από το παραθύρι.

    || μτφ. γίνομαι αισθητός διακρίνομαι, φαντάζω, εντυπωσιάζω.
    4. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζωυφίσταμαι, υποβάλλομαι σε•

    нести наказание υφίσταμαι τιμωρία•

    нести потери υφίσταμαι απώλειες•

    нести послдствия υφίσταμαι τις συνέπειες.

    5. (κυρλξ. κ. μτφ.) έχω, περιέχω.
    6. επιφέρω•

    нести смерть επιφέρω τον θάνατο.

    7. (ναυτ.) είμαι πλήρως εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος.
    8. γεννώ (αυγά)•

    курица -т яйца η κότα γεννά αυγά.

    9. απρόσ. (απλ.) κόβει η διάρροια•

    ребнка третий день -ст το παιδάκι τρίτη μέρα το κόβει διάρροια.

    εκφρ.
    высоко (гордо) нести голову – ψηλά (περήφανα) κρατώ το κεφάλι•
    нести вздор – λέγω ανοησίες, σαχλαμάρες.

    Большой русско-греческий словарь > нести

  • 107 обнажить

    -жу, -жшдь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обнаженный, βρ: -жн, -жена, -жено
    ρ.σ.μ.
    1. γδύνω, ξεντύνω, (απο)γυμνώνω, (ξε)γυμνώνω•

    обнажить грудь ξεγυμνώνω το στήθος•

    обнажить ребнка ξεντύνω το παιδάκι•

    обнажить голову αποκαλύπτομαι, βγάζω το καπέλο.

    2. (για φυτά) στερώ του φυλλώματος.
    3. αποκαλύπτω, ξεσκεπάζω, βγάζω έξω•

    обнажить корни дерева βγάζω έξω τις ρίζες του δέντρου.

    || μτφ. φανερώνω, βγάζω στα φόρα.
    4. ξιφουλκώ, ξεσπαθώνω, γυμνώνω το ξίφος• ξεθηκαρώνω;
    5. μτφ. αφήνω ακάλυπτο, απροστάτευτο εκθέτω σε κίνδυνο•

    обнажить фланг αφήνω ακάλυπτο το πλευρό.

    1. (απο)γυμνώνομαι, ξεγυμνώνομαι• ξεντύνομαι.
    2. (για φυτά) στερούμαι του φυλλώματος.
    3. (για τόπο) στερούμαι φυτών.
    4. φανερώνομαι, βγαίνω στα φόρα.
    5. μτφ. μένω ακάλυπτος, απροστάτευτος• εκτίθεμαι σε κίνδυνο•

    фронт -лся το μέτωπο έμεινε ακάλυπτο.

    Большой русско-греческий словарь > обнажить

  • 108 обуть

    обуго, обуешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. обутый, βρ: обут
    -а, -о ρ.σ.μ.
    1. (υ)ποδένω•

    обуть ребнка ποδένω το παιδάκι•

    обуть сапоги φορώ τις μπότες.

    || εφοδιάζω με υποδήματα.
    2. (διαλκ.) (εξ)απατώ, (ξε)γελώ.

    Большой русско-греческий словарь > обуть

  • 109 одеть

    одену, оденешь, προστκ. одень, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. одетый, βρ: одет, -а, -о.
    ρ.σ.μ.
    1. ντύνω•

    одеть ребнка ντύνω το παιδάκι.

    || στολίζω. || εξασφαλίζω από ρούχα•

    одеть свою семью ντύνω την οικογένεια μου.

    2. μτφ.. καλύπτω, σκεπάζω. || τυλίγω, περιβάλλω (για ομίχλη, σκοτάδι κ.τ.τ.)•
    3. σκεπάζω•

    одеть сына •

    одеялом σκεπάζω το παιδί με το πάπλωμα.

    1. ντύνομαι•

    тепло одеть ντύνομαι ζεστά•

    дурно (безвкусно) одеть ντύνομαι ακαλλαίσθητα.

    || εξασφαλίζομαι από ρούχα.
    2. μτφ. καλύπτομαι, σκεπάζομαι με (πρασινάδα, φυλλωσιά κ.τ.τ.). || τυλίγομαι, περιβάλλομαι (για ομίχλη σκοτάδι κ.τ.τ.).
    3. σκεπάζομαι (στον ύπνο)•

    одеялом σκεπάζομαι με το πάπλωμα.

    Большой русско-греческий словарь > одеть

  • 110 однолетний

    επ.
    1. (για ηλικία) ενός χρονου, χρονιάρικος•

    однолетний ребёнок χρονιάρικο παιδάκι.

    2. βοτ. μονοετής•

    -ее растение ετήσιο φυτό.

    Большой русско-греческий словарь > однолетний

  • 111 окутать

    ρ.σ.μ.
    1. περιτυλίγω, περικαλύπτω, κουκουλώνω•

    окутать ребнка κουκουλώνω το παιδάκι.

    2. σκεπάζω, καλύπτω•

    туман -ал землю η ομίχλη σκέπασε τη γη.

    εκφρ.
    окутанный тайной – καλυμμένος με μυστήριο.
    τυλίγομαι, κουκουλώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > окутать

  • 112 орать

    ору, оршь
    ρ.δ.
    1. κραυγάζω, κράζω, φωνάζω δυνατά, ξεφωνίζω. || (για παιδάκι) κλαίω δυνατά, σκούζω.
    2. μαλώνω μαζί και φωνές.
    3. τραγουδώ πολύ φωναχτά, ξελαρυγγί-ζομαι.
    ору, оршь
    κ. ори, орешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. оранный, βρ: оран
    -а, -о
    ρ.σ.μ. (παλ. κ. διαλκ.) οργώνω.

    Большой русско-греческий словарь > орать

  • 113 осиротелый

    επ.
    ορφανεμένος, ορφανός•

    осиротелый ребёнок ορφανό παιδάκι.

    || μτφ. εγκαταλειμμένος, παρατημένος, έρημος•

    -ая комната ερημωμένο δωμάτιο.

    Большой русско-греческий словарь > осиротелый

  • 114 отвести

    -еду, -едешь, παρλθ. χρ. отвёл, -вела, -ло μτχ. παρλθ. χρ. отведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отведенный, βρ: -ден, -дена, -дено επιρ. μτχ. отведя
    ρ.σ.μ.
    1. φέρω, πηγαίνω•

    отвести ребёнка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό.

    2. απάγω, αποσύρω, απομακρύνω παίρνω•

    отвести стадо от дороги παίρνω το κοπάδι από το δρόμο.

    || μεταφέρω, μετακομίζω. || μτφ. απομακρύνω, αποξενώνω.
    3. διοχετεύω, παροχετεύω αποχετεύω παίρνω•

    -воду от города διοχετεύω τα νερά έξω από την πόλη•

    отвести глаза παίρνω τα μάτια (κοιτάζω αλλού).

    || αποκρούω•

    отвести удар αποκρούωτο χτύπημα.

    || προλαβαίνω, αποτρέπω, αποσοβώ•

    беду προλαβαίνω το κακό.

    4. μτφ. απορρίπτω, δε δέχομαι• — заявление δεν κάνω δεκτή την αίτηση.
    5. παραχωρώ, παρέχω• χορηγώ•

    отвести участок под школьный сад παραχωρώ τόπο για σχολικό κήπο.

    6. πολλαπλασιάζω με καταβολάδες.
    εκφρ.
    отвести глаза кому – αποτραβώ την προσοχή κάποιου, εξαπατώ, ξεγελώ.

    Большой русско-греческий словарь > отвести

  • 115 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

  • 116 пастушонок

    -нка α. παιδάκι-βοσκόπουλο.

    Большой русско-греческий словарь > пастушонок

  • 117 первогодок

    -дка α. ζώο χρον ιάρ ικο (απλ.) παιδάκι χρονιάρικο. || στρατιώτης στον πρώτο χρόνο της θητείας.

    Большой русско-греческий словарь > первогодок

  • 118 переесть

    -м, -ешь, -ест, -едим, -едите, -едят, παρλθ. χρ. переел
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перееденный, βρ: -ден, -а, -о, προστκ. переешь
    ρ.σ.
    1. αμ. παρατρώγω•

    ребёнок -л το παιδάκι παράφαγε.

    2. κατατρώγω, τρώγω όλο, πολύ.
    3. ц. διαβιβρώσκω ή τρώγω•

    ржавчина -ла железный обруч η σκουριά έφαγε το σιδερένιο στεφάνι.

    Большой русско-греческий словарь > переесть

  • 119 перекупить

    ρ.δ.
    βλ. перекупить.
    ξαναγοράζομαι αγοράζομαι, για μεταπώληση.
    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекупанный, βρ: -пан, -а, -о.
    1. παραλούζω, βλάπτω με το πολύ το λούσιμο•

    перекупить ребнка παραλούζω το παιδάκι.

    2. λούζω (όλους, πολλούς)•

    перекупить всех детей λούζω όλα τα παιδιά.

    παραλούζομαι• παρακάνω λουτρό, βλάπτομαι•

    -лся и простудился έκανα πολύ λουτρό και κρυολόγησα.

    -уплю, -упишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перекупленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αγοράζω ακριβότερα• ακριβοπληρώνω (για να μην το αγοράσει άλλος).
    2. αγοράζω από μεταπωλητή αγοράζω για μεταπώληση.
    3. αγοράζω (όλα, πολλά).

    Большой русско-греческий словарь > перекупить

  • 120 перенести

    -несу, -несшь, παρλθ. χρ. перенс
    -несла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. пере-нсший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перенесенный, βρ: -сн, -сена, -сено
    ρ.σ.μ.
    1. περνώ•

    ребёнка через ручей περνώ το παιδάκι• από το ρυάκι.

    2. μεταφέρω•

    перенести дрова из сарая в ку-хнго μεταφέρω καυσόξυλα αποτην αποθήκη στην κουζίνα.

    3. μετατοπίζω, μεταθέτω, μετακινώ, βάζω αλλού.
    4. κατευθύνω, καταφέρω•

    перенести глз.в-ный удар в центр расположения противника κατευθύνω το κύριο χτύπημα στο κέντρο της εχθρικής διάταξης.

    5. αναβάλλω•

    перенести заседание на восемь часов вечера αναβάλλω τη συνεδρίαση για τις οχτώ το βράδυ.

    || παρασταίνω γραφικά.
    6. λέγω, ανακοινώνω, εκμυστερεύο-μαι φλυαρώντας.
    7. δοκιμάζω, υποφέρω, περνώ, τραβώ•

    перенести много горя περνώ μεγάλη στε-χώρια.

    || αντέχω•

    растение легко -ело засуху το φυτό άντεξε καλά στην ξηρασία.

    8. (διαλκ.)
    επισωρεύω στοιβάζω•

    дорогу -ело (απρόσ.) ο δρόμος έκλεισε από το χιόνι.

    1. διατρέχω, διασχίζω, διαβαίνω γρήγορα. || στρέφω, γυρίζω, πετώ• κατευθύνομαι (για σκέψεις, ενδιαφέρον κ.τ.τ.).
    2. μτφ. μεταφέρομαι νοερώς, με τη φαντασία αναπολώ.

    Большой русско-греческий словарь > перенести

См. также в других словарях:

  • παιδάκι — παιδάκι, το και παιδάριο, το το μικρό παιδί: Την παραμονή των Χριστουγέννων τα καταστήματα που πουλούν παιχνίδια είναι γεμάτα από παιδάκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδάκι — το (Α παιδάκιον) [παις, παιδός] μικρό παιδί, παιδάριο …   Dictionary of Greek

  • παϊδάκι — το [παΐδι] μικρό παΐδι, πλευρά σφαγίου που προέρχεται από αρνί ή κατσίκι …   Dictionary of Greek

  • αραπάκι — το 1. παιδάκι της μαύρης φυλής 2. παιδάκι Αράβων 3. πολύ μελαχρινό παιδάκι 4. είδος μαύρου σταφυλιού ή σύκου …   Dictionary of Greek

  • παιδόπουλο — Μικρό παιδί, παιδάκι. Οι Βυζαντινοί ονόμαζαν π. τα παιδιά που υπηρετούσαν στα ανάκτορα και συνήθως προέρχονταν από την αριστοκρατική τάξη. Τα π. βοηθούσαν τους άρχοντες και τους αυλικούς στην υπηρεσία τους και συντρόφευαν τα παιδιά του… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Aussprache des Neugriechischen — Die Aussprache des Neugriechischen besteht praktisch unverändert seit etwa dem 10. Jahrhundert. Sie ist relativ einheitlich, aus dem mit dem griechischen Alphabet geschriebenen Text geht die Aussprache bis auf wenige Ausnahmen eindeutig hervor.… …   Deutsch Wikipedia

  • έρως — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Γεννήθηκε από το Χάος και τη Γαία, όπως αναφέρει ο Ησίοδος στη Θεογονία του, ή κατ’ άλλους από τον Τάρταρο και τη Νύκτα. Τον θεωρούσαν τον ωραιότερο μεταξύ των αθάνατων θεών και τον φαντάζονταν ως παιδάκι (τον παρίσταναν …   Dictionary of Greek

  • απέ — 1. (ως πρόθ.) από κάτι ή από κάπου («απέ το χέρι την κρατεί») 2. (επίρρ. χρον.) κατόπιν, έπειτα («τράβα τώρα κι απέ βλέπουμε»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλεκτική παραλλαγή της πρόθεσης από, της οποίας η χρήση επεκτάθηκε και ευρύτερα, με πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • βλασταράκι — το (Μ βλασταράκιν) [βλαστάρι] τρυφερό, μικρό βλαστάρι νεοελλ. μικρό παιδάκι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»