Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

παιδάκι

  • 61 дыбки

    στην έκφραση: встать на дыбки σηκώνομαι οτα πόδια (για μικρό παιδάκι).

    Большой русско-греческий словарь > дыбки

  • 62 жать

    жму, жмешь, ρ.δ.μ.
    1. σφίγγω, πιέζω, θλίβω• ζουλίζω, ζουπίζω•

    жать руку σφίγγω το χέρι•

    жать друг друга в толпе συνωθούμαι στο πλήθος.

    || στηρίζω γερά•

    жать ружье к плечу στηρίζω γερά το όπλο στον ώμο.

    || συμπιέζω, συμπυκνώνω. || καταπιέζω, καταδυναστεύω.
    2. στενεύω•

    туфли жмут τα παπούτσια με σφίγγουν•

    воротник жмет ο γιακάς με σφίγγει.

    3. στίβω, εκθλίβω•

    жать сок из лимона στίβω το λεμόνι•

    жать виноград πατώ τα σταφύλια•

    жать масло βγάζω λάδι.

    4.•(αθλτ.) ανυψώνω, σηκώνω, αίρω•

    жать штангу σηκώνω βάρη (αλτήρες).

    5. (απλ.) πατώ, αυξαίνω (για ταχύτητα κλπ)•

    водитель все жал и жал ο οδηγός πατούσε κι όλο πατούσε (γκαζ).

    1. μαζεύομαι, συμπτύσσομαι, ζαρώνω•

    жать от холода μαζεύομαι, από το κρύο.

    || συνωστίζομαι.
    2. σφίγγομαι, κολλώ•

    ребенок -лся к матери το παιδάκι κόλλησε στη μάνα•

    он испуганно -лся в угол φοβισμένος μαζεύτηκε στη. γωνία.

    3. μαζεύομαι, συστέλλομαι, διστάζω•

    он -лся, не зная, что сказать αυτός μαζεύτηκε, μη ξέροντας τί να πει.

    4. τσιγγουνεύομαι, αψυχώ•

    не жмитесь, давайте что есть μη μαζεύεστε, δόστε ό,τι υπάρχει.

    жну, жнешь, ρ.δ.μ. θερίζω.
    θερίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > жать

  • 63 заброшенный

    επ. από μτχ.
    εγκαταλειμμένος, παρατημένος•

    заброшенный сад παρατημένος δεντρόκηπος•

    заброшенный ребенок παρατημένο παιδάκι.

    || ανεπίβλε-πτος, παραμελημένος, ανεπιμέλητος, απεριποίητος•

    заброшенный вид παραμελημένη όψη (εμφάνιση).

    Большой русско-греческий словарь > заброшенный

  • 64 завести

    -веду, -ведешь, παρλθ. χρ. завел, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заведенный, βρ: -ден, -дена, -о επιρ. μτχ. заведя
    ρ.σ.μ.
    1. οδηγώ, φέρω• πηγαίνω•

    завести в тупик οδηγώ σε αδιέξοδο•

    завести ребенка в детский сад πηγαίνω το παιδάκι στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο)•

    куда ты -вел меня? που με πήγες; που μ’ έφερες;

    2. δημιουργώ, φτιάχνω, ιδρύω•

    завести библиотеку φτιάχνω βιβλιοθήκη.

    || αποκτώ, παίρνω, έχω•

    -корову έχω δική μου αγελάδα•

    завести друзей αποκτώ (πιάνω) φίλους•

    завести семью αποκτώ (φτιάνω) οικογένεια•

    завести привычку αποκτώ συνήθεια.

    3. εγκαθιδρύω, εγκατασαίνω, εισάγω, καθιερώνω•

    -новые порядки βάζω καινούργια τάξη•

    -обыкновение καθιερώνω συνήθεια.

    4. κουρδίζω•

    часы κουρδίζω το ρολόγι•

    завести машину βάζω μπρος στη μηχανή.

    5. αχίζω, ανοίγω•

    завести разговор ανοίγω κουβέντα•

    завести переписку ανοίγω αλληλο γραφία•

    завести знакомство πιάνω γνωριμίες•

    он за-вел канитель αυτός άρχισε ανιαρή ιστορία.

    εκφρ.
    завести глаза – α) ανασηκώνω τα μάτια. β) κλείνω τα μάτια, αποκοιμούμαι.
    1. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι•

    в доме -лись мыши στο σπίτι εμφανίστηκαν ποντίκια.

    2. καθιερώνομαι•

    -лись новые порядки μπήκε καινούργια τάξη•

    -лось обыкновение καθιερώθηκε συνήθεια.

    3. παλ. προμηθεύομαι, εφοδιάζομαι•

    завести мебелью εφοδιάζομαι με έπιπλα.

    4. κουρδίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > завести

  • 65 загляденье

    ουδ.
    χαρά ματιών, χάρμα οφθαλμών, τζόγια, τρέλλα•

    этот ребенок загляденье одно αυτό το παιδάκι είναι να το βλέπεις και να χαίρεσαι•

    на загляденье να κοιτάζεις και να χαίρεσαι.

    Большой русско-греческий словарь > загляденье

  • 66 загнанный

    επ. από μτχ.
    1. καταπονεμένος, κατακουρασμένος από το τρέξιμο.
    2. (κυρλξ. κ. μτφ.) κατατρεγμένος•

    как загнанный зверь σαν καταδιωγμένο θηρίο•

    загнанный ребенок κατατρεγμένο παιδάκι.

    Большой русско-греческий словарь > загнанный

  • 67 заговорить

    ρ.σ.μ.
    1. σκοτίζω, ζαλίζω φλυαρώντας• δεν αφήνω άλλον να μιλήσει•

    этот балтун всех -ил αυτός ο φλύαρος όλους τους ζάλισε.

    2. ξορκίζω.
    1. παρακουβεντιάζω, παρατραβώ το κουβεντολόγι.
    2. φλυαρώ, πολυλογώ, περιττολογώ• ψευδολογώ.
    ρ.σ.
    αρχίζω να μιλώ•

    ребенок• -ил το παιδάκι άρχισε να μιλά•

    все разом -ли όλοι μαζί άρχιααν να μιλάν•

    в нем вдруг -ла совесть ξαφνικά μέσα του άκουσε τη φωνή της συνείδησης.

    Большой русско-греческий словарь > заговорить

  • 68 задавить

    -авлю, -авишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. задавленный, βρ: -лен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. πλακώνω, πατώ•

    машина -ла ребенка το αυτοκίνητο πάτησε το παιδάκι.

    2. πνίγω, στραγγαλίζω•

    кошка -ла цыплят η γάτα έπνιξε τα πουλάκια•

    его -ли веревкой τον έπνιξαν με την τριχιά.

    3. καταπνίγω, καταστέλλω.
    πνίγομαι, κρεμιέμαι, απαγχονίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > задавить

  • 69 зайти

    зайду, зайдешь, παρλθ. χρ. зашел
    -шла, -шло
    - προστκ. зайди, μτχ. παρλθ. χρ. зашедший,
    επιρ. μτχ. зайдя ρ.σ,
    1. μπαίνω, εισέρχομαι,• зайти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο. || εισχωρώ•

    коза зашла в огород η γίδα μπήκε στον κήπο.

    || περνώ από κάπου, επισκέπτομαι διαβατικός•

    по пути домой я зашел в магазин πηγαίνοντας για το σπίτι πέρασα (μπήκα) στο μαγαζί•

    зайти в редакцию περνώ από τη σύνταξη.

    || πηγαίνω να πάρω•

    зайти в детский сад за ребенком πηγαίνω στον παιδικό σταθμό (νηπιαγωγείο) να πάρω το παιδάκι.

    2. στρίβω, πηγαίνω πίσω, χάνομαι πίσω απο, κρύβομαι•

    солнце зашло за тучку ο ήλιος κρύφτηκε πίσω από το συννεφάκι.

    || (για ουράνια σώματα κ. μτφ.)• βασιλεύω•

    солнце зашло ο ήλιος βασίλεψε.

    || παρατραβώ, ξεπερνώ τα όρια•

    беседа зашла за ночь η κουβέντα συνεχίστηκε και πέρα από τα μεσάνυχτα•

    дело зашло далеко η υπόθεση τράβηξε μακριά.

    (απλ.) λυποθυμώ, πέφτω αναίσθητος. || μαργώνω, μουδιάζω από το κρύο.
    εκφρ.
    дух зашелся – η αναπνοή πιάστηκε•
    вы зашли далеко – προχωρήσατε πολύ (πέραν του επιτρεπτού).

    Большой русско-греческий словарь > зайти

  • 70 закачать

    ρ.σ.μ.
    1. κουνώ, λικνίζω, αποκοιμίζω•

    закачать ребенка на качелях αποκοιμίζω το παιδάκι στην κούνια.

    2. παρατραμπαλίζω, ζαλίζω•

    закачать на качелях ζαλίζω στην κούνια ή τραμπάλα•

    его -ло (απρόσ.) τον ζάλισε, τον έπιασε η θάλασσα.

    3. τρομπάρω• αντλώ.
    4. αρχίζω να κουνώ, να τραμπαλίζω.
    1. κουράζομαι από το τραμπάλισμα.
    2. αρχίζω να κουνιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > закачать

  • 71 закормить

    -кормлю, -кормишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закормленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. παραταΐζω, παραχορταίνω• βλάπτω•

    ребенок от того болен, что его закормить ли το παιδάκι είναι, άρρωστο, γιατί το παρατάισαν.

    2. αρχίζω να τρέφω.

    Большой русско-греческий словарь > закормить

  • 72 закутать

    ρ.α.μ. τυλίγω, κουκουλώνω•

    закутать ребенка в одвяло τυλίγω το παιδάκι με την κουβέρτα•

    закутать шею шарфом τυλίγω το λαιμό με το κασκόλ.

    τυλίγομαι, κουκουλώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > закутать

  • 73 замолкнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. замолк, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. замолкший, κ. замолкнувший
    ρ.σ.
    1. σιγώ, σιωπώ, σωπαίνω•

    ребенок замолк и заснул το παιδάκι σώπασε και αποκοιμήθηκε•

    -ли пушки σίγησαν τα κανόνια.

    || σταματώ την αλληλογραφία, τηρώ σιγή.
    2. παύω, σταματώ (για ήχο)•

    шаги на лестнице -ли τα πατήματα στη σκάλα σταμάτησαν•

    шум -олк ο θόρυβος έπαψε.

    3. (γιά αισθήματα, λογικό) δεν λειτουργώ•

    рассудок -олк το λογι-? κό έπαψε να λειτουργεί.

    Большой русско-греческий словарь > замолкнуть

  • 74 запуганный

    επ. από μτχ.
    φοβισμένος, πτοημένος•

    запуганный ребенок φοβισμένο παιδάκι.

    Большой русско-греческий словарь > запуганный

  • 75 заспать

    -шло, -пишь, παρλθ. χρ. заспал, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заспанный, βρ: -пан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. (απλ.) κοιμούμαι (για να ξεχάσω).
    2. πιέζω, πατώ κατά τον ύπνο, θανατώνω•

    мать -ла ребенка η μάνα πάτησε το παιδάκι στον ύπνο και πέθανε.

    παρακοιμουμαι.

    Большой русско-греческий словарь > заспать

  • 76 застудить

    -ужу, -ужишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. застуженный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ψύχω, κρυώνω. || αμ. κρυώνω•

    -ли пяльцы κρύωσαν τα δάχτυλα.

    2. κρυολογώ•

    -жишь ребенка θα κρυολογήσεις το παιδάκι.

    κρυολογώ.

    Большой русско-греческий словарь > застудить

  • 77 застыдить

    -ыжу, -вдишь.пае. μτχ. παρλθ. χρ. застыженный; βρ: -жен, -жена, -жено
    κ. застыженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. ντροπιάζω•

    совсем -ли ребенка καταντρόπιασαντο παιδάκι.

    2. αρχίζω να ντροπιάζω.
    ντρέπομαι• ντροπιάζομαι• τα χάνω από ντροπή.

    Большой русско-греческий словарь > застыдить

  • 78 золотой

    επ.
    1. χρυσός• χρυσαφένιος• μαλαματένιος•

    золотой песок χρυσοφόρος άμμος ή χρυσί-τιδα γη•

    золотой перстень χρυσό δαχτυλίδι.

    || χρυσαφής•

    -ые кудры χρυσόξανθες μπούκλες•

    -ая рыба το χρυσόψαρο•

    золотой жук ο χρυσοκάνθαρος.

    2. μτφ. θαυμάσιος, υπέροχος, λαμπρός•

    -ые слова χρυσά λόγια•

    золотой характер μάλαμα-χαρα-κτήρας•

    золотой человек μάλαμα-άνθρωπος.

    3. Μτφ. ευτυχής, ευτυχισμένος.
    4. μτφ. αγαπητός, προσφιλής, ακριβός•

    золотой мальчик χρυσό μου παιδάκι•

    -ая моя χρυσή μου.

    εκφρ.
    золотой век – χρυσός αιώνας (εποχή ακμής των επιστημών και των Καλών Τεχνών)•
    - ая осень – το χρυσό φθινόπωρο (από το κιτρίνισμα των φύλλων)•
    - ая молоджьειρν. η μαμμόθρεπτη νεολαία (ευγενών, αστών)•
    - ая ротаπαλ. τάγμα ξυπόλυτων ή ξεβράκωτων (οι αλήτες)- -ые руки τα χρυσά (προκομμένα) χέρια•
    - ая свадьба – χρυσοί γάμοι•
    - ое сечение – χρυσός αριθμός ή χρυσή τομή•
    золотой стандарт – χρυσός κανόνας•
    золотой фонт – χρυσό απόθεμα (εφεδρεία ύψιστης σημασίας)•
    - ое время – ο πολύτιμος χρόνος•
    сулить ή обещать -ые горы – τάζω λαγούς με πετραχήλια•
    - ых дел мастер – ο χρυσοχόος.

    Большой русско-греческий словарь > золотой

  • 79 игривый

    επ., βρ: -ив, -а, -о.
    1. παιχνιδιάρικος, παιγνιώδης•

    -ое дитя παιχνιδιάρικο παιδάκι.

    -ая ουσ. παιχνιδιάρα, ερωτοτροπούσα, ερωτύλα.
    2. φιλοπαίγμονας, ευτράπελος, χωρατατζής. || εύθυμος, φαιδρός, ιλαρός. || διφορούμενος• άσεμνος, απρεπής.

    Большой русско-греческий словарь > игривый

  • 80 исполнить

    ρ.σ.μ.
    1. εκτελώ, εκπληρώνω, εφαρμόζω• πραγματοποιώ• ικανοποιώ•

    исполнить приказ εκτελώ διαταγή•

    исполнить желание εκπληρώνω επιθυμία•

    исполнить поручение εκτελώ παραγγελία•

    исполнить своё намерение πραγματοποιώ το σχέδιο μου•исполнить свой долг εκπληρώνω το καθήκο μου•

    исполнить свои обязанности εκτελώ τα υπηρεσιακά μου καθήκοντα•

    исполнить свой обязательства εκπληρώνω τις υποχρεώσεις μου•

    исполнить просьбу ικανοποιώ μια παράκληση.

    2. αποδίδω, ανακρούω, παιανίζω, παίζω•

    исполнить роль παίζω το ρόλο•

    исполнить гимн παίζω τον ύμνο•

    исполнить танец χορεύω (είδος χορού)•

    исполнить стихотворние απαγγέλλω ποίημα.

    1. εκτελούμαι, πραγματοποιούμαι, εκπληρώνομαι.
    2. συμπληρώνω, κλείνω•

    мальчику -лось пять лет το παιδάκι συμπλήρωσε πέντε χρόνια.

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исполненный, βρ: -нен, -а, -о (γραπ. λόγος) γεμίζω, πληρώ•

    исполнить сердце надеждой (ή наджды) γεμίζω την καρδιά με ελπίδες.

    γεμίζω, πληρούμαι•

    душа -лась радости η ψυχή πλημμύρισε από χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > исполнить

См. также в других словарях:

  • παιδάκι — παιδάκι, το και παιδάριο, το το μικρό παιδί: Την παραμονή των Χριστουγέννων τα καταστήματα που πουλούν παιχνίδια είναι γεμάτα από παιδάκια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παιδάκι — το (Α παιδάκιον) [παις, παιδός] μικρό παιδί, παιδάριο …   Dictionary of Greek

  • παϊδάκι — το [παΐδι] μικρό παΐδι, πλευρά σφαγίου που προέρχεται από αρνί ή κατσίκι …   Dictionary of Greek

  • αραπάκι — το 1. παιδάκι της μαύρης φυλής 2. παιδάκι Αράβων 3. πολύ μελαχρινό παιδάκι 4. είδος μαύρου σταφυλιού ή σύκου …   Dictionary of Greek

  • παιδόπουλο — Μικρό παιδί, παιδάκι. Οι Βυζαντινοί ονόμαζαν π. τα παιδιά που υπηρετούσαν στα ανάκτορα και συνήθως προέρχονταν από την αριστοκρατική τάξη. Τα π. βοηθούσαν τους άρχοντες και τους αυλικούς στην υπηρεσία τους και συντρόφευαν τα παιδιά του… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Aussprache des Neugriechischen — Die Aussprache des Neugriechischen besteht praktisch unverändert seit etwa dem 10. Jahrhundert. Sie ist relativ einheitlich, aus dem mit dem griechischen Alphabet geschriebenen Text geht die Aussprache bis auf wenige Ausnahmen eindeutig hervor.… …   Deutsch Wikipedia

  • έρως — I Αρχαιοελληνική θεότητα. Γεννήθηκε από το Χάος και τη Γαία, όπως αναφέρει ο Ησίοδος στη Θεογονία του, ή κατ’ άλλους από τον Τάρταρο και τη Νύκτα. Τον θεωρούσαν τον ωραιότερο μεταξύ των αθάνατων θεών και τον φαντάζονταν ως παιδάκι (τον παρίσταναν …   Dictionary of Greek

  • απέ — 1. (ως πρόθ.) από κάτι ή από κάπου («απέ το χέρι την κρατεί») 2. (επίρρ. χρον.) κατόπιν, έπειτα («τράβα τώρα κι απέ βλέπουμε»). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για διαλεκτική παραλλαγή της πρόθεσης από, της οποίας η χρήση επεκτάθηκε και ευρύτερα, με πιθ.… …   Dictionary of Greek

  • βλασταράκι — το (Μ βλασταράκιν) [βλαστάρι] τρυφερό, μικρό βλαστάρι νεοελλ. μικρό παιδάκι …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»