Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

παγ-ερός

См. также в других словарях:

  • καλαμερός — καλαμερός, όν (Μ) (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ καλαμερά φράχτης από καλάμια. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλάμι + κατάλ. ερός (πρβλ. δροσ ερός, παγ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • πλανερός — ή, ό, Ν 1. αυτός που εξαπατά, παραπλανά, ο απατηλός («πλανερά λόγια») 2. (ιδίως για γυναίκα) αυτή που γοητεύει τους άνδρες εύκολα, ξεμυαλίστρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάνη + κατάλ. ερός (πρβλ. δροσ ερός, παγ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • πλουμερός — ή, ό, Ν ο γεμάτος κεντήματα και στολίδια, πλουμάτος, πλουμιστός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλουμί(ον) + κατάλ. ερός (πρβλ. δροσ ερός, παγ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • ποθερός — ή, ό, Ν ποθητός. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόθος + κατάλ. ερός (πρβλ. δροσ ερός, παγ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • σαρκερός — ή, ό, Ν σαρκώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + κατάλ. ερός (πρβλ. βροχ ερός, παγ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • σκοταδερός — ή, ό, Ν σκοτεινός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτάδι + επίθημα ερός (πρβλ. ζοφ ερός, παγ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • φανερός — ή, ό / φανερός, ά, όν, ΝΜΑ, και θηλ. και ός, και φανειρός, ά, όν, Α 1. αυτός που φαίνεται, ορατός, εμφανής, ευδιάκριτος (α. «φανερός στόχος για τους εχθρούς» β. «τὸ δὲ πάλαι φανερῶν τῶν πηγῶν οὐσῶν», Θουκ.) 2. φρ. «στα φανερά» και «ἐς [και εἰς]… …   Dictionary of Greek

  • φεγγερός — ή, ό, Ν αυτός που φεγγίζει. [ΕΤΥΜΟΛ. < φέγγος + κατάλ. ερός (πρβλ. παγ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • χαλικερός — ή, ό, Ν γεμάτος χαλίκια («ακρογιαλιά χαλικερή»). [ΕΤΥΜΟΛ. < χαλίκι + κατάλ. ερός (πρβλ. παγ ερός)] …   Dictionary of Greek

  • χωματερός — ή, ό, Ν το θηλ. ως ουσ. η χωματερή α) έκταση με χώμα, χωρίς βλάστηση β) τόπος όπου αποκομίζονται τα απορρίμματα, διαστρώνονται σε λεπτές στρώσεις, συμπιέζονται και καλύπτονται με χώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χώμα, χώματος + κατάλ. ερός (πρβλ. παγ ερός)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»