Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πακτό-ω

См. также в других словарях:

  • πάκτο — το (ΑΜ πάκτον) 1. (ιδίως στο Βυζάντιο) σύμβαση, συνθήκη, συμβόλαιο («ἄρουραι, ἃς ἔχεις ἐπὶ πάκτῳ παρὰ τοῡ δεῑνα», Πάπ.) 2. συμφωνία για τη χρήση ακινήτου αντί ποσού χρημάτων που καταβάλλονται σε τακτά χρονικά διαστήματα, μίσθωση («διδόναι τῷ… …   Dictionary of Greek

  • πακτοχάρτι — το έγγραφη συμφωνία, συν. για μίσθωση ακινήτου, μισθωτήριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάκτο + χαρτί] …   Dictionary of Greek

  • πακτώνω — (I) και παχτώνω (Α πακτῶ, όω) [πακτός] περιορίζω κάτι σε κλειστό χώρο, ασφαλίζω νεοελλ. καθιστώ κάτι στερεό αρχ. 1. φράσσω, στουπώνω 2. δένω ασφαλώς. (II) και παχτώνω [πάκτο] νοικιάζω αγροτικό κτήμα …   Dictionary of Greek

  • Epactalia — Ep|acta̱lia [zu gr. ἐπακτος = herbeigeholt; fremd] Mehrz.: Schaltknochen, überzählige Knochen, die sich zuweilen in den Schädelnähten entwickeln (eine harmlose Anomalie) …   Das Wörterbuch medizinischer Fachausdrücke

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»