-
1 επίπαγος
-
2 ἐπίπαγος
-
3 ἐπίπαγος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίπαγος
-
4 επιπάγου
-
5 ἐπιπάγου
-
6 επιπάγους
-
7 ἐπιπάγους
-
8 επιπάγω
-
9 ἐπιπάγῳ
-
10 επίπαγοι
-
11 ἐπίπαγοι
-
12 επίπαγον
-
13 ἐπίπαγον
-
14 ἐπιπετάννυμι
A spread over,τὰ ὦτα ἐπὶ τὰς ὠμοπλάτας X.Cyn.5.10
, cf.Aret.CA1.10:—[voice] Pass.,τέφρη ἐπεπέπτατο Q.S.14.25
;ἐπίπαγος ἐπιπετάννυται Aret.SD2.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιπετάννυμι
-
15 ἐπίπηξις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπίπηξις
-
16 πάγη
Grammatical information: f.Meaning: `snare, trap' (IA.)Compounds: As 1. member supposed in πάγ-ουρος m. `edible crab', but s.v.; as 2. member it seems to be found in ἐπίπαγος m. `hardened frozen crust' (Plu., medic.), backformation from ἐπι-πήγνυμι, - μαι.Derivatives: Dimin. παγίς, - ίδος f. `id.' (Ar. Fr. 666, hell.) with - ιδεύω, - ίδευμα (LXX). -- πάγος m. 1. `pinnacle, cliff, hill' (ep. Ion. since ε 405, 411); 2. (late also n. after ῥῖγος, κρύος) `ice, hoarfrost, frost', also of salt deposits and of cudled blood etc. (A., S., Pl., Arist.). -- From this (or from παγ-ῆναι, πήγνυμι) 1. παγ-ετός m. = πάγος 2. (Pi., IA.) with παγετ-ώδης `ice-like, icecold' (Hp., S., Arist.); 2. παγ-ερός `freezing, icecold' (D. Chr., Arist.: κρυερός); 3. παγώδης = παγετώδης (Thphr.).Origin: IE [Indo-European] [787] *peh₂k\/g- `make fast, stiff'Etymology: Prop. "the fastening, sticking fast" (also of the firm) cliff as opposed to movable sea or the lose earth; diff. Porzig Satzinhalte 318 f.), "getting stiff, freezing"; acc. to Havers Sprache 4, 27 "who mak fast, stiff", in any case verbal nouns of πήγνυμι, s.v. Cf. πάξ, πάσσαλος, πάχνη.Page in Frisk: 2,459-460Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > πάγη
См. также в других словарях:
ἐπίπαγος — congealed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επίπαγος — ο (Α ἐπίπαγος) [επιπήγνυμι] το στερεό ή πηχτό επίστρωμα που σχηματίζεται στην επιφάνεια πολλών ρευστών ή μαλακών πραγμάτων, κρούστα, πέτσα («παραμένει τοῑς σώμασιν ἁλώδης ἐπίπαγος», Πλούτ.) … Dictionary of Greek
ἐπιπάγου — ἐπίπαγος congealed masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπάγους — ἐπίπαγος congealed masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιπάγῳ — ἐπίπαγος congealed masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπαγοι — ἐπίπαγος congealed masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπίπαγον — ἐπίπαγος congealed masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρημος — Με τον όρο έ. εννοείται στη φυσική γεωγραφία μια περιοχή με ξηρό κλίμα που χαρακτηρίζεται από μεγάλη σπανιότητα ατμοσφαιρικών κατακρημνισμάτων (το μέγιστο ετήσιο ύψος βροχής ανέρχεται γενικά σε 200 250 χιλιοστά), τα οποία κατανέμονται πολύ… … Dictionary of Greek
επίπηξις — ἐπίπηξις, ἡ (AM) [επιπήγνυμί] σκλήρυνση, νάρκωση, σύσφιγξη αρχ. ο επίπαγος, δηλ. επιθήλιο τού οφθαλμικού φακού … Dictionary of Greek
κρούστα — Μουσικά όργανα, των οποίων ο ήχος προκύπτει μέσω της κρούσης, δηλαδή ηχούν όταν τα χτυπήσει κάποιος κατά διάφορους τρόπους. Τα κ. αποτελούν την αρχαιότερη από όλες τις κατηγορίες μουσικών οργάνων. Από το απλό χτύπημα των χεριών ή των ποδιών μέχρι … Dictionary of Greek
κόρα — (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 30 Ιουνίου 1902. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,7, και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 9,4. Διεθνώς ονομάζεται Cora 504. * * * (I) κόρα … Dictionary of Greek