Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πηγετός

См. также в других словарях:

  • πηγετός — ὁ, Α ο παγετός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. πηγ τού πήγ νυμι* + κατάλ. ετός (πρβλ. πᾰγ ετός)] …   Dictionary of Greek

  • πηγετόν — πηγετός masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πηγνύω — ΝΜΑ, και πήγνυμι ΜΑ 1. εμπηγνύω, μπήγω 2. συναρμόζω, συναρμολογώ 3. μεταβάλλω ρευστό σε στερεό (α. «ο ψυχρός αέρας πηγνύει τη λάβα στις κλιτύς τού ηφαιστείου» β. «κρύσταλλος πέπηγεν», Θουκ.) 4. (σχετικά με γάλα ή τυρί) πήζω μσν. αρχ. 1. καρφώνω,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»