Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πίεση

  • 1 πίεση

    [-ις (-εως)] η
    1) давление;

    ατμοσφαιρική πίεση — атмосферное давление;

    πίεση αρτηριακή — или πίεση του αίματος — кровяное давление;

    έχει μεγάλη πίεση — у него повышенное давление;

    2) сжатие; прессование;
    3) перен. давление; нажим;

    εξασκώ ( — или ασκώ) πίεση σε κάποιον — оказывать на кого-л. давление;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πίεση

  • 2 πίεση

    [пиэси] ουσ θ давление, удручение.

    Эллино-русский словарь > πίεση

  • 3 αίμα

    (γεν. αίματος) τό
    1) кровь;

    αρτηριακό (φλεβικό) αίμα мед. — артериальная (венозная) кровь;

    μετάγγιση αίματος переливание крови;

    σκοτωμένο αίμα — кровоподтёк;

    μόλυνση τού αίματος заражение крови;
    κυκλοφορία τού αίματος кровообращение; πίεση τού αίματος кровяное давление;

    χύνω το αίμα μου υπέρ... — проливать кровь за...;

    μέχρι τελευταίας ρανίδας τού αίματος до последней капли крови;
    2) родная кровь; кровное родство;

    είναι αίμα μου — это моя плоть и кровь;

    συγγένεια εξ αίματος — или συγγένεια απ· το ίδιο αίμα — кровное родство;

    δεσμοί αίματος узы крови;

    § φτύνω αίμα — а) харкать кровью; — б) перен. изойти кровью (добиваясь чего-л.); — потом

    и кровью добиться (чего-л.);

    παίρνω αίμα — пускать кровь;

    παίρνω το αίμα πίσω — мстить кровью; — кровь за кровь;

    μπαίνω στα αίματα загораться (чём-л.);

    έχω γλυκό αίμα — быть симпатичным, привлекательным;

    ανάψανεта αίματα μου — или μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι — кровь бросилась мне в голову;

    τό αίμα νερό δεν γίνεται — кровь не водица;

    μου κόβεται το αίμα μου ≈ — кровь стынет в жилах;

    μούκοψες το αίμα — ты здорово испугал меня;

    βράζει το αίμα μου — быть полным сил и энергии; — кровь кипит, бурлит;

    μου πίνουν το αίμα — они пьют мою кровь;

    με τρώει το αίμα μου — предчувствовать плохое;

    τι σε τρώει το αίμα σου; — что, тебе жизнь надоела?;

    τώχει (σ)τό αίμα του — это у него в крови;

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αίμα

  • 4 αρτηριακός

    η, ό[ν] артериальный;

    αρτηριακή πίεση — артериальное давление

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αρτηριακός

  • 5 ατμοσφαιρικός

    η, ό[ν] атмосферный, атмосферический;

    ατμοσφαιρική πίεση — атмосферное давление;

    ατμοσφαιρικός κατοπτρισμός — фата-моргана, мираж

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ατμοσφαιρικός

  • 6 κάτω

    1. επίρρ.
    1) внизу; вниз; снизу; под;

    κατεβαίνω κάτω — спускаться вниз;

    κάτω από — под;

    κάτω απ' το τραπέζι — под столом;

    κάτω απ' την πίεση — под давлением;

    από κάτω — снизу;

    από κάτω προς τα πάνω — снизу вверх;

    κριτική από τα κάτω — критика снизу;

    2) ниже, меньше;

    όχι κάτω από δέκα — не ниже десяти;

    κάτω απ' το μηδέν — или κάτω του μηδενός — ниже ноля (о температуре);

    3) долой!;

    κάτω η μοναρχία! — долой монархию!;

    § κάτω κάτω в самом низу;

    στο κάτω κάτω — или στο κάτω της γραφής — в конце концов; — в конечном счёте;

    πάρα κάτω — ниже, меньше;

    από πάνω ως κάτω — сверху донизу;

    από κάτω ως πάνω — снизу доверху;

    τό ( — или ο, η) πάρα κάτω — нижеследующее (нижеследующий, нижеследующая);

    κάτω κόσμος — ад, преисподняя;

    πάνω κάτω — около, приблизительно;

    άνω κάτω — вверх дном, вверх ногами; — беспорядочно;

    βάζω κάποιον κάτω — побеждать кого-л.; — брать верх над кем-л.; — превосходить кого-л. δεν τα ρίχνω — или δεν τα βάζω κάτω — не уступать; — не сдаваться;

    παίρνω την κάτω βόλτα — моё положение ухудшается;

    πέφτω κάτω — заболеть, слечь в постель;

    κάτω τα χέρια ( — или τάς χείρας)! — руки прочь!;

    2. επίθ. άκλ. нижний;

    τό κάτω μέρος — нижняя часть;

    τα κάτω — икра нижние конечности;

    ο κάτω Βόλγας — нижнее течение Волги, низовье Волги, Нижняя Волга

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > κάτω

  • 7 υψηλός

    η, όν
    1) в разн. знач высокий;

    υψηλού αναστήματος — высокого роста;

    υψηλή πίεση — высокое давление;

    υψηλή θερμοκρασία — жара;

    υψηλός πυρετός — высокая температура (у больного);

    υψηλές τιμές — высокие цены;

    υψηλά ιδανικά — высокие, возвышенные идеалы;

    υψηλός ξένος — высокий гость;

    υψηλ τίτλος — высокое звание;

    υψηλή θέση — высокое положение (кого-л.);

    τα υψηλά συμβαλόμενα μέρη дип — высокие договаривающиеся стороны;

    κατέχω υψηλό αξίωμα — занимать высокий пост;

    ρεΰμα υψηλής τάσεως — ток высокого напряжения;

    με υψηλά όρη — высокогорный;

    2) геогр. высокий, возвышенный, высокогорный;

    § αφ' υψηλου — свысока, сверху вниз;

    κυττάζω κάποιον αφ' υψηλου — смотреть на кого-л. свысока;

    καθ' υψηλήν επιταγήν — по распоряжению сверху

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > υψηλός

См. также в других словарях:

  • πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με …   Dictionary of Greek

  • πίεση — η 1. η πράξη του πιέζω, κατάσταση: Πίεση ατμοσφαιρική, υδροστατική, αρτηριακή. 2. μτφ., εξαναγκασμός, ενόχληση, ζόρισμα: Ασκείται πίεση στους μάρτυρες να μην πουν την αλήθεια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πιέσῃ — πιέσηι , πίεσις squeezing fem dat sg (epic) πιέζω Ep.. aor subj mid 2nd sg πιέζω Ep.. aor subj act 3rd sg πιέζω Ep.. fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διαστολική πίεση — Πίεση του αίματος που μετριέται μεταξύ των χτύπων της καρδιάς, στη διάρκεια της περιόδου ανάπαυσης του μυοκαρδίου …   Dictionary of Greek

  • αερίων, πίεση — Οι δυνάμεις που εξασκεί ένα αέριο στα τοιχώματα του δοχείου που το περιέχει. Η πίεση αυτή προκαλείται από τις κρούσεις των μορίων του αερίου πάνω στα τοιχώματα του δοχείου και γι’ αυτό δεν πρέπει να θεωρείται ως στατική αλλά ως δυναμική πίεση.… …   Dictionary of Greek

  • αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… …   Dictionary of Greek

  • υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… …   Dictionary of Greek

  • βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… …   Dictionary of Greek

  • αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… …   Dictionary of Greek

  • αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… …   Dictionary of Greek

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»