-
1 давление
давление с в разн. знач. η πίεση атмосферное \давление η ατ μοσφαιρική πίεση кровяное \давление η αρτηριακή πίεση повы шенное \давление η υπέρταση пони женное \давление ή υπόταση* * *с в разн. знач.η πίεσηатмосфе́рное давле́ние — η ατμοσφαιρική πίεση
кровяно́е давле́ние — η αρτηριακή πίεση
повы́шенное давле́ние — η υπέρταση
пони́женное давле́ние — ή υπόταση
-
2 давление
-я ουδ.1. πίεση•кровяное давление πίεση του αίματος•
атмосферное давление ατμοσφαιρική ττίεση•
повышенное кровяное давление υπέρταση, υπερτονία•
пониженное кровяное давление υπόταση.
2. μτφ. εξαναγκσμός•экономическое давление οικονομική πίεση•
оказывать давление ασκώ πίεση.
εκφρ.под -ем – κάτω από πίεση•под -ем общественного мнения – κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης. -
3 давление
давлениес в разн. знач. ἡ πίεση [-ις]:атмосферное \давление ἡ ἀτμοσφαιρική πίεση· кровяное \давление ἡ πίεση τοῦ αίματος, ἡ ἀρτηριακή πίεση· повышенное (кровяное) \давление ἡ ὑπέρταση [-ις], ἡ ὑπερτονία· пониженное (кровяио́е) \давление ἡ ὑπόταση [-ις]· оказывать на кого-л, \давление (έξ)ασκώ πίεση σέ κάποιον. -
4 напор
-а α.πίεση•напор воды πίεση νερού•
-ветра πίεση του ανέμου•
под -ом наших войск κάτω από την πίεση των στρατευμάτων μας.
|| δραστηριότητα, επιμονή. -
5 нажим
-а α.1. πίεση, πάτημα, ζούπισμα•μτφ. προσπάθεια εξαναγκασμού•дипломатический нажим διπλωματική πίεση.
2. επίθεση•войска отступили под нажимом неприятеля τα στρατεύματα υποχώρησαν κάτω από την πίεση του εχθρού.
3. συσφιγκτήρας.4. πάτημα (της πένας)•писать с -ом γράφω χοντρά (με πάτημα της πένας).
5. μτφ. (για φωνή) σφίξιμο.6. (θεατρ.) υπογράμμιση χονδροειδής. -
6 натиск
-а α.1. ορμή, φόρτσα, ορμητική επίθεση• ισχυρή πίεση•натиск войск ισχυρή πίεση των στρατευμάτων•
сдерживать натиск толпы συγκρατώ (ανακόπτω) την ορμή του πλήθους.
2. (τυπγρ.) πίεση (στοιχείων ή κλισέ στο χαρτί). || ανάγλυφο αποτύπωμα (σε χαρτί, χαρτόνι). -
7 выпрессовка
η εξαγωγή υπό πίεση/με πρέσαη εξάρμωση υπό πίεση/με πρέσαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > выпрессовка
-
8 деривация
1. (процесс) η εκτροπή, η απόκλιση, η αλλαγή της κατεύθυνσης 2. (сово-купность сооружений) η εγκατάσταση/το σύστημα της παροχέτευσηςнапорная - υπό πίεση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > деривация
-
9 заводнение
(нефтяных месторождений) η παροχή νερού υπό πίεση (για την άντληση πετρελαίου)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заводнение
-
10 запрессовывать
1. (вдавливать внутрь) (προσ)αρμόζω/πρεσάρω μέσα υπό πίεση 2. (вдавливать снаружи) πιέζω/πρεσάρω εσωτερικώς 3. (устанавливать с тугой посадкой) (προσ)αρμόζω σφιχτά (υπό πίεση)Русско-греческий словарь научных и технических терминов > запрессовывать
-
11 подача
тех. η τροφοδοσία, η παροχή- насоса η παροχή/απόδοση της αντλίαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > подача
-
12 продувать
1. (прочищать) καθαρίζω με (πίεση) αέρα, εμφυσώ 2. мед. εμφυσώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > продувать
-
13 продувка
тех. о καθαρισμός με πίεση του αέρα, το εμφύσημα, η εμφύσησηдополнительная - мет. συμπληρωματικός -повторная - мет. επαναληπτικός -предварительная - мет. προκαταρκτικός -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > продувка
-
14 атмосферный
атмосферный ατμοσφαιρικός \атмосферныйое давление η ατμοσφαιρική πίεση* * *атмосфе́рное давле́ние — η ατμοσφαιρική πίεση
-
15 высокий
высокий 1) (υ) ψηλός; μεγάλος (большой) \высокийого роста υψηλού αναστήματος' \высокийое давление η υψηλή πίεση·\высокийая температура (у больного) о ( μεγάλος) πυρετός \высокийие цены οι υψηλές τιμές 2) (превосходный) ανώτερος, άριστος ◇ \высокийие договаривающиеся сто роны дип. τα υψηλά συμβαλ λόμενα μέρη \высокий гость о υψη λός ξένος* * *1) (υ)ψηλός; μεγάλος ( большой)высо́кийого ро́ста — υψηλού αναστήματος
высо́кийое давле́ние — η υψηλή πίεση
высо́кийая температу́ра (у больного) — о (μεγάλος) πυρετός
высо́кийие це́ны — οι υψηλές τιμές
2) ( превосходный) ανώτερος, άριστος••Высо́кие Догова́ривающиеся Сто́роны — дип. τα υψηλά συμβαλλόμενα μέρη
высо́кий гость — ο υψηλός ξένος
-
16 вытиснить
-
17 вытолкать
ρ.σ.μ. βγάζω έξω, εκδιώκω σπρώχνοντας, σπρώχνω έξω, εξωθώ. || έκβάλλω, βγάζω, πετώ με πίεση•вытолкать пробку εκπωματίζω με πίεση.
-
18 напорный
επ.1. για πίεση.2. με μεγάλη πίεση•-ые артезианские воды αρτεσιανά νερά μεγάλης πίεσης.
-
19 отжать
-
20 сдержать
ρ.σ.μ.1. κρατώ, αντέχω, βαστώ•этот канат может сдержать пятьсот килограммов αυτή η χοντρή τριχία μπορεί να κρατήσει, πεντακόσια κιλά.
|| δεν αθετώ•сдержать слово κρατώ το λόγο.
2. συγκρατώ, αναχαιτίζω•сдержать натиск противника συγκρατώ την πίεση του αντίπαλου•
сдержать лошадей συγκρατώ τα άλογα•
περιορίζω•сдержать шаг συγκρατώ το βάδισμα•
сдержать смех συγκρατώ τα γέλια•
сдержать слзы συγκρατώ τα δάκρυα.
(συγ)κρατ ιέμαι•он хотел что-то сказать, но -лся αυτός θέλησε κάτι να πει, όμως κρατήθηκε.
См. также в других словарях:
πίεση — Φυσικό μέγεθος με το οποίο υποδηλώνεται η δύναμη που ασκείται σε κάθε μονάδα επιφάνειας· η π. έτσι ορίζεται με το πηλίκον της δύναμης που δρα κάθετα και ομοιόμορφα σε μια επιφάνεια, δια του εμβαδού αυτής της επιφάνειας: και εκφράζεται, ανάλογα με … Dictionary of Greek
πίεση — η 1. η πράξη του πιέζω, κατάσταση: Πίεση ατμοσφαιρική, υδροστατική, αρτηριακή. 2. μτφ., εξαναγκασμός, ενόχληση, ζόρισμα: Ασκείται πίεση στους μάρτυρες να μην πουν την αλήθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πιέσῃ — πιέσηι , πίεσις squeezing fem dat sg (epic) πιέζω Ep.. aor subj mid 2nd sg πιέζω Ep.. aor subj act 3rd sg πιέζω Ep.. fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαστολική πίεση — Πίεση του αίματος που μετριέται μεταξύ των χτύπων της καρδιάς, στη διάρκεια της περιόδου ανάπαυσης του μυοκαρδίου … Dictionary of Greek
αερίων, πίεση — Οι δυνάμεις που εξασκεί ένα αέριο στα τοιχώματα του δοχείου που το περιέχει. Η πίεση αυτή προκαλείται από τις κρούσεις των μορίων του αερίου πάνω στα τοιχώματα του δοχείου και γι’ αυτό δεν πρέπει να θεωρείται ως στατική αλλά ως δυναμική πίεση.… … Dictionary of Greek
αέριο — Σώμα σε κατάσταση τέτοια που δεν χαρακτηρίζεται ούτε από το σχήμα ούτε από τον όγκο του και αυτό οφείλεται στη σχεδόν πλήρη ελευθερία κίνησης των συστατικών σωματιδίων του και των σχετικά μεγάλων αποστάσεων μεταξύ τους. Η ύπαρξη χώρου μεταξύ των… … Dictionary of Greek
υδροστατική — (ή στατική των υγρών). Είναι η μελέτη των μηχανικών ιδιοτήτων των υγρών σε ήρεμη κατάσταση. Η γνώση των νόμων της υδροστατικής ανάγεται στην αρχαιότητα· ο Αρχιμήδης (287 212 π.Χ.) μελέτησε κατά τρόπο συστηματικό την υδροστατική. Ο Πασκάλ και ο… … Dictionary of Greek
βαρόμετρο — Όργανο για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης. Το πρώτο β. το επινόησε ο Ιταλός Τοριτσέλι, στην προσπάθειά του να εξηγήσει γιατί οι αναρροφητικές αντλίες δεν μπορούν να ανεβάσουν το νερό πάνω από ένα ορισμένο ύψος. Το υδραργυρικό β. του… … Dictionary of Greek
αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… … Dictionary of Greek
αναπνοή — Γενική βιολογική διαδικασία με την οποία οι ζώντες οργανισμοί παίρνουν από το περιβάλλον οξυγόνο και αποδίδουν διοξείδιο του άνθρακα. Το οξυγόνο είναι απαραίτητο στις οξειδωτικές εξεργασίες που βρίσκονται στη βάση όλων των εκδηλώσεων της ζωής,… … Dictionary of Greek
πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… … Dictionary of Greek