Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

πήματα

См. также в других словарях:

  • πήματα — πή̱ματα , πῆμα misery neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ACROSTICHIA — in Constitut. Apostol. Alius quidem Psalmos David canat, populus vero initia versuum, quae dicuntur Acrostichia, succinat. Α᾿κροςτιχὶς enim initium versuum significar. Vide Cael. Rhodig. Antiqq. Lectionum l. 13. c. 39. et Macrum Hierotexic. De… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • δύσοιστος — δύσοιστος, ον (Α) αυτός που δύσκολα υποφέρεται ή υπομένεται («δύσοιστα πήματα», Αισχ.) …   Dictionary of Greek

  • επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… …   Dictionary of Greek

  • καινοπαθής — καινοπαθής, ές (Α) αυτός που παθαίνει ή έπαθε κάτι καινούργιο, φοβερό και ανήκουστο («πολλὰ πήματα καὶ καινοπαθῆ», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + παθής (< πάθος), πρβλ. κακο παθής, πολυ παθής] …   Dictionary of Greek

  • ομόγνιος — ὁμόγνιος, ον (ΑΜ) ο εξ αίματος συγγενής, αδελφός ή αδελφή αρχ. 1. όμοιος, συγγενικός («διὰ τῶν μέσων καὶ οἷον ὁμογνίων εἰδῶν», Πρόκλ.) 2. (για θεό) προστάτης τού γένους, τής οικογένειας («Ζεὺς ὁμόγνιος», Ευρ.) 3. φρ. «ὁμόγνια πήματα»… …   Dictionary of Greek

  • παρατρυπήματα — παρατρῡπήματα , παρατρύπημα sidehole neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»