-
1 πάγος
1 hill καὶ πάγον Κρόνου προσεφθέγξατο (sc. τὸ Κρόνιον) O. 10.49 med.,οὐ γὰρ πάγος, οὐδὲ προσάντης ἁ κέλευθος γίνεται, εἴ τις εὐδόξων ἐς ἀνδρῶν ἄγοι τιμὰς Ἑλικωνιάδων I. 2.33
-
2 πάγος
I crag, rock,σπιλάδες τε πάγοι τε Od.5.405
; π. ὀξέες ib. 411: generally, rocky hill, Hes.Sc. 439, Pi.O.10(11).49, I.2.33;χλοερὸς ὑλώδης π. S.Ichn.215
; ὁ Ἄρειος ([dialect] Ion. Ἀρήϊος) π. the Areopagus at Athens, Hdt. 8.52, cf. A.Eu. 685sq.;Ἄρεος εὔβουλος π. S.OC 947
;Ἀρείοις ἐν π. E. IT 1470
, cf. 961;ἐν κλεινοῖς Ἀθηναίων π. S.Fr. 323
; μαντεῖος, ἀκρονιφὴς π., of Delphi, Pae.Delph.7, 16.II after Hom., = παγετός, frost,πάγου χυθέντος S.Ph. 293
;π. φανέντος αἰθρίου Id.Fr.149.3
;ὄντος π. οἵου δεινοτάτου Pl.Smp. 220b
, etc.: pl.,τῶν ὑπαιθρίων π. A.Ag. 335
, cf. S.Ant. 357 (lyr.), Arist.HA 523a20, GA 735a35, etc.: heterocl. dat. pl. : dat. sg. πάγει (v.l. πάγοις) D. S.3.34.3 salt, as formed by the evaporation of sea-water, Lyc.135.5 ἄκριτον πάγος of the confused mass outside the universe, Hp.Hebd.6;τὸν περιέχοντα πάγον Id.Vict.1.10
, cf. Paul.Al.I.4. -
3 πᾶγος
πᾶγος, ὁ, = Lat.A pagus, district, Plu.Num.16, PGen.54.33 (iv A. D.), etc. [full] πᾱγός, v. πηγός. [full] παγούαιρ· μάρμαρος ἢ μικακύς, Hsch. -
4 πάγος
πάγος s. Ἄρειος πάγος. M-M. -
5 Πάγος
Πάγοςthat which is fixed: masc nom sg -
6 πάγος
πάγοςthat which is fixed: masc nom sg -
7 πάγος
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > πάγος
-
8 πάγος
-ου + ὁ N 2 1-0-2-3-1=7 Ex 16,14; Na 3,17; Zech 14,6; Jb 37,10; DnLXX 3,69Cf. SHIPP 1979, 429; WEVERS 1990, 249 -
9 πάγος
iceΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > πάγος
-
10 Ἄρειος πάγος
A the hill of Ares, at Athens,Ἀρήϊος π. Hdt.8.52
, cf. A.Eu. 685, 690, etc.;ἡ βουλὴ ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου IG1.38a
(prob.), 2.476.59, al., D.18.133, cf. Lys.26.12, Arist.Ath.4.4;ἡ ἐν Ἀ. πάγῳ βουλή D.20.157
, Aeschin.1.81, Arist.Pol. 1273b39;βουλή Ἀρεία IG3.824
; εἰς τὸν Ἄ. πάγον ἀναβῆναι become a member of the court, Isoc. 7.37, 12.154;ἐν Ἀ. πάγῳ δοῦναι δίκην Arist.Rh. 1398b26
;ψευδομαρτύρια τὰ ἐξ Ἀ. πάγου Id.Ath.59.6
.—The compd. [full] Ἀρειόπᾰγος only in a late [dialect] Att. Inscr., IG3.1005; but we find the noun [full] Ἀρεοπᾰγίτης ( [full] Ἀρευ- ib.2.839.7) [ῑ], ου, ὁ, Areopagite, Aeschin.1.81, IG3.746, cf. 635, Arist.Ath.3.6, etc.: prov., Ἀρεοπαγίτου σιωπηλότερος 'as silent as the grave', Them.Or.21.263a;στεγανώτερος Alciphr.1.13
:—Adj. [full] Ἀρεοπᾰγῖτις,βουλή Arist.Ath.41.2
, Alciphr.2.3; [full] Ἀρεοπᾰγῑτικός, ή, όν, Isoc.7 tit., Str.6.1.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἄρειος πάγος
-
11 πάγω
πάγοςthat which is fixed: masc nom /voc /acc dualπάγοςthat which is fixed: masc gen sg (doric aeolic)πά̱γω, πᾶγοςpagus: masc nom /voc /acc dualπά̱γω, πᾶγοςpagus: masc gen sg (doric aeolic)——————πάγοςthat which is fixed: masc dat sgπά̱γῳ, πᾶγοςpagus: masc dat sg -
12 Πάγω
Πάγοςthat which is fixed: masc nom /voc /acc dualΠάγοςthat which is fixed: masc gen sg (doric aeolic)——————Πάγοςthat which is fixed: masc dat sg -
13 πάγοιο
πάγοςthat which is fixed: masc gen sg (epic)πά̱γοιο, πᾶγοςpagus: masc gen sg (epic) -
14 πάγοις
πάγοςthat which is fixed: masc dat plπά̱γοις, πᾶγοςpagus: masc dat pl -
15 πάγοισι
πάγοςthat which is fixed: masc dat pl (epic ionic aeolic)πά̱γοισι, πᾶγοςpagus: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
16 πάγοισιν
πάγοςthat which is fixed: masc dat pl (epic ionic aeolic)πά̱γοισιν, πᾶγοςpagus: masc dat pl (epic ionic aeolic) -
17 πάγου
πάγοςthat which is fixed: masc gen sgπά̱γου, πᾶγοςpagus: masc gen sg -
18 πάγους
πάγοςthat which is fixed: masc acc plπά̱γους, πᾶγοςpagus: masc acc pl -
19 πάγων
πάγοςthat which is fixed: masc gen plπά̱γων, πᾶγοςpagus: masc gen pl -
20 Πάγοι
Πάγοςthat which is fixed: masc nom /voc pl
См. также в других словарях:
Πάγος — that which is fixed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγος — that which is fixed masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγος — I Αρχαία ελληνική πόλη της Πελοποννήσου, αρχαιότερη και από την Κόρινθο. Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για την πόλη αυτή. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην πρώην επαρχία Σύρου, του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * (I) ο … Dictionary of Greek
πάγος — ο 1. στερεοποιημένο νερό: Βάλε και πάγο στο ούζο μου. 2. πολύ κρύο, παγωνιά: Έκαψε ο πάγος τα λουλούδια. 3. μτφ., ψυχρός άνθρωπος: Αυτός όλη την ώρα ήταν σκέτος πάγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
παγός — I Αρχαία ελληνική πόλη της Πελοποννήσου, αρχαιότερη και από την Κόρινθο. Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για την πόλη αυτή. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην πρώην επαρχία Σύρου, του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * παγός … Dictionary of Greek
Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… … Dictionary of Greek
Άρειος πάγος — Sp Areopãgas Ap Άρειος πάγος/Areios pagos L ist. kalva Atėnuose, Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Άρειος Πάγος — ο βλ. άρειος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πάγω — πάγος that which is fixed masc nom/voc/acc dual πάγος that which is fixed masc gen sg (doric aeolic) πά̱γω , πᾶγος pagus masc nom/voc/acc dual πά̱γω , πᾶγος pagus masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγοιο — πάγος that which is fixed masc gen sg (epic) πά̱γοιο , πᾶγος pagus masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάγοις — πάγος that which is fixed masc dat pl πά̱γοις , πᾶγος pagus masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)