-
1 στεγανώτερος
στεγανόςcovering so as to keep out water: masc nom comp sg -
2 Ἄρειος πάγος
A the hill of Ares, at Athens,Ἀρήϊος π. Hdt.8.52
, cf. A.Eu. 685, 690, etc.;ἡ βουλὴ ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου IG1.38a
(prob.), 2.476.59, al., D.18.133, cf. Lys.26.12, Arist.Ath.4.4;ἡ ἐν Ἀ. πάγῳ βουλή D.20.157
, Aeschin.1.81, Arist.Pol. 1273b39;βουλή Ἀρεία IG3.824
; εἰς τὸν Ἄ. πάγον ἀναβῆναι become a member of the court, Isoc. 7.37, 12.154;ἐν Ἀ. πάγῳ δοῦναι δίκην Arist.Rh. 1398b26
;ψευδομαρτύρια τὰ ἐξ Ἀ. πάγου Id.Ath.59.6
.—The compd. [full] Ἀρειόπᾰγος only in a late [dialect] Att. Inscr., IG3.1005; but we find the noun [full] Ἀρεοπᾰγίτης ( [full] Ἀρευ- ib.2.839.7) [ῑ], ου, ὁ, Areopagite, Aeschin.1.81, IG3.746, cf. 635, Arist.Ath.3.6, etc.: prov., Ἀρεοπαγίτου σιωπηλότερος 'as silent as the grave', Them.Or.21.263a;στεγανώτερος Alciphr.1.13
:—Adj. [full] Ἀρεοπᾰγῖτις,βουλή Arist.Ath.41.2
, Alciphr.2.3; [full] Ἀρεοπᾰγῑτικός, ή, όν, Isoc.7 tit., Str.6.1.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἄρειος πάγος
См. также в других словарях:
στεγανώτερος — στεγανός covering so as to keep out water masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αρεοπαγίτης — ο (Α Ἀρεοπαγίτης κ. Ἀρειοπαγίτης) μέλος του Αρείου Πάγου αρχ. αυστηρός και ολιγόλογος (παροιμ., «Άρειοπαγίτου στεγανώτερος») … Dictionary of Greek
στεγανός — ή, ό / στεγανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που κλείνει ερμητικά, αδιαπέραστος από υγρό, υδατοστεγής ή αεροστεγής (α. «στεγανός τοίχος» β. «ἔχει δὲ καὶ τὴν τρίχα στεγανήν», Ξεν. γ. «στεγανὰ πλοῑα», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στεγανά 1.… … Dictionary of Greek