Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

στεγανώτερος

См. также в других словарях:

  • στεγανώτερος — στεγανός covering so as to keep out water masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Αρεοπαγίτης — ο (Α Ἀρεοπαγίτης κ. Ἀρειοπαγίτης) μέλος του Αρείου Πάγου αρχ. αυστηρός και ολιγόλογος (παροιμ., «Άρειοπαγίτου στεγανώτερος») …   Dictionary of Greek

  • στεγανός — ή, ό / στεγανός, ή, όν, ΝΜΑ αυτός που κλείνει ερμητικά, αδιαπέραστος από υγρό, υδατοστεγής ή αεροστεγής (α. «στεγανός τοίχος» β. «ἔχει δὲ καὶ τὴν τρίχα στεγανήν», Ξεν. γ. «στεγανὰ πλοῑα», Αριστοτ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα στεγανά 1.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»