Перевод: с английского на все языки

со всех языков на английский

πάγος

  • 1 ice

    πάγος

    English-Greek new dictionary > ice

  • 2 ice

    1. noun
    1) (frozen water: The pond is covered with ice.) πάγος
    2) (an ice-cream: chocolate ice-cream. Three ices, please.) παγωτό
    3) ((American) a fruit-flavoured frozen dessert usually made without milk and cream: lemon ice(s).) γρανίτα
    2. verb
    (to cover with icing: She iced the cake.) γκλασάρω
    - icy
    - icily
    - iciness
    - ice age
    - ice axe
    - iceberg
    - ice box
    - ice-cream
    - ice-cube
    - ice rink
    - ice-skate
    - ice-skating
    - ice tray
    - ice over/up

    English-Greek dictionary > ice

  • 3 Frost

    subs.
    P. and V. πγος, ὁ, V. κρυμός, ὁ (Eur., frag.).
    Hoar-frost: P. and V. πάχνη, ἡ (Plat.).
    Ice: P. and V. κρύσταλλος, ὁ (Soph., frag.).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Frost

  • 4 Height

    subs.
    P. and V. ὕψος, τό.
    Of persons: P. and V. μέγεθος,
    Hill: P. and V. λόφος, ὁ, V. πγος. ὁ, αἶπος, τό, ἄκρα, ἡ (Eur., Or. 871), Ar. and V. ὄχθος, ὁ.
    Heights, high ground: P. ὑψηλὰ χωρία, τὰ μετέωρα, P. and V. τὰ ἄκρα.
    Eminence, high rank: P. and V. ἀξίωμα, τό, τιμή, ἡ.
    Highest point, met.: P. and V. ἀκμή, ἡ, ἄκρον, τό.
    Be at its height, v.: P. and V. ἀκμάζειν.
    Come to such a height (of folly, etc.): P. and V. εἰς τοσοῦτο (or τοσόνδε or τόδε) μωρίας φικνεῖσθαι.
    It is the height of folly to go to war: P. πολλὴ ἄνοια πολεμῆσαι (Thuc. 2, 61).
    The height of madness: P. ὑπερβολὴ μανίας.
    You are come to the height of suffering: V. ἥκεις συμφορᾶς πρὸς τοὔσχατον (Eur., Or. 447).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Height

  • 5 Hill

    subs.
    P. and V. λόφος, ὁ, V. πγος, ὁ, αἶπος, τό, ἄκρα, ἡ (Eur., Or. 871), Ar. and V. ὄχθος, ὁ.
    Mountain: P. and V. ὄρος, τό.
    The hills, hilly country: P. and V. τὰ ἄκρα, P. τὰ μετέωρα.
    Up hill, adj.: P. ἐπικλινής, ἀνάντης, προσάντης, P. and V. ὄρθιος.
    met., P. and V. προσάντης; see Difficult.
    Up hill, adv.: P. πρὸς ὄρθιον, (Xen.), πρὸς ἄναντες, V. πρὸς αἶπος.
    Down hill, adj.: P. εἰς τὸ κάταντες (Xen.), κατὰ πρανοῦς (Xen.).
    Down hill, adj.: Ar. κατάντης.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hill

  • 6 Mountain

    subs.
    P. and V. ὄρος, τό.
    Hill: P. and V. λόφος, ὁ, V. πγος, ὁ, αἶπος, τό; see Hill.
    The mountains, the heights: P. and V. τὰ ἄκρα, P. τὰ μετέωρα.
    Of the mountains, adj.: P. and V. ὄρειος (Plat.).
    Haunting the mountains: Ar. and V. ὀρειβτης (Ar. in form ὀριβτης), V. ὀρέστερος, ὀρέσκοος.
    Inhabiting mountains: P. ὀρεινός.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Mountain

  • 7 Steep

    v. trans.
    Lip: P. and V. βάπτειν.
    Wet: P. and V. τέγγειν (Plat.), βρέχειν (Plat.), δεύειν (Plat.).
    Mix: P. and V. φυρᾶν.
    Steeped in: met., P. and V. μεστός (gen.), πλέως (gen.), πλήρης (gen.).
    ——————
    adj.
    P. and V. ὄρθιος.
    Sloping: P. ἐπικλινής.
    Sloping up: P. ἀνάντης, προσάντης.
    Sloping down: Ar. and P. κατάντης.
    Precipitous: P. ἀπότομος, ἀπόκρημνος, κρημνώδης, V. αἰπύς, αἰπύνωτος, αἰπεινός, ὀκρς, ὑψηλόκρημνος; see Precipitous.
    ——————
    subs.
    P. and V. λόφος, ὁ, V. πγος, ὁ, αἶπος, τό; see also Crag, Hill.
    Aid us with right good will as we drag our fortunes up the steep: V. ἕλκουσι δʼ ἡμῖν πρὸς λέπας τὰς συμφορὰς σπουδῇ σύναψαι (Eur., Hel. 1443).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Steep

См. также в других словарях:

  • Πάγος — that which is fixed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγος — that which is fixed masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγος — I Αρχαία ελληνική πόλη της Πελοποννήσου, αρχαιότερη και από την Κόρινθο. Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για την πόλη αυτή. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην πρώην επαρχία Σύρου, του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * (I) ο …   Dictionary of Greek

  • πάγος — ο 1. στερεοποιημένο νερό: Βάλε και πάγο στο ούζο μου. 2. πολύ κρύο, παγωνιά: Έκαψε ο πάγος τα λουλούδια. 3. μτφ., ψυχρός άνθρωπος: Αυτός όλη την ώρα ήταν σκέτος πάγος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • παγός — I Αρχαία ελληνική πόλη της Πελοποννήσου, αρχαιότερη και από την Κόρινθο. Δεν υπάρχουν ιστορικά στοιχεία για την πόλη αυτή. II Πεδινός οικισμός (υψόμ. 50 μ.), στην πρώην επαρχία Σύρου, του νομού Κυκλάδων. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου. * * * παγός …   Dictionary of Greek

  • Άρειος πάγος — I Χαμηλός (115 μ.) πετρώδης λόφος της Αθήνας, ΒΔ της Ακρόπολης, που έχει συνδεθεί με τις πανάρχαιες παραδόσεις του τόπου. Πάγος σημαίνει πετρώδης βράχος· για τη σημασία του Άρειος υπάρχουν πολλές απόψεις: μία τον συνδέει με τον Άρη, άλλη, και η… …   Dictionary of Greek

  • Άρειος πάγος — Sp Areopãgas Ap Άρειος πάγος/Areios pagos L ist. kalva Atėnuose, Graikija …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Άρειος Πάγος — ο βλ. άρειος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πάγω — πάγος that which is fixed masc nom/voc/acc dual πάγος that which is fixed masc gen sg (doric aeolic) πά̱γω , πᾶγος pagus masc nom/voc/acc dual πά̱γω , πᾶγος pagus masc gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγοιο — πάγος that which is fixed masc gen sg (epic) πά̱γοιο , πᾶγος pagus masc gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πάγοις — πάγος that which is fixed masc dat pl πά̱γοις , πᾶγος pagus masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»