-
1 παγεί
παγάομαιwash in a spring: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)παγεύςpedestal: masc dat sgπήγνυμιAër.aor subj pass 3rd sg (epic)πᾱγεῖ, πήγνυμιAër.aor subj pass 3rd sg (epic doric) -
2 παγεῖ
παγάομαιwash in a spring: pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic)παγεύςpedestal: masc dat sgπήγνυμιAër.aor subj pass 3rd sg (epic)πᾱγεῖ, πήγνυμιAër.aor subj pass 3rd sg (epic doric) -
3 πάγος
I crag, rock,σπιλάδες τε πάγοι τε Od.5.405
; π. ὀξέες ib. 411: generally, rocky hill, Hes.Sc. 439, Pi.O.10(11).49, I.2.33;χλοερὸς ὑλώδης π. S.Ichn.215
; ὁ Ἄρειος ([dialect] Ion. Ἀρήϊος) π. the Areopagus at Athens, Hdt. 8.52, cf. A.Eu. 685sq.;Ἄρεος εὔβουλος π. S.OC 947
;Ἀρείοις ἐν π. E. IT 1470
, cf. 961;ἐν κλεινοῖς Ἀθηναίων π. S.Fr. 323
; μαντεῖος, ἀκρονιφὴς π., of Delphi, Pae.Delph.7, 16.II after Hom., = παγετός, frost,πάγου χυθέντος S.Ph. 293
;π. φανέντος αἰθρίου Id.Fr.149.3
;ὄντος π. οἵου δεινοτάτου Pl.Smp. 220b
, etc.: pl.,τῶν ὑπαιθρίων π. A.Ag. 335
, cf. S.Ant. 357 (lyr.), Arist.HA 523a20, GA 735a35, etc.: heterocl. dat. pl. : dat. sg. πάγει (v.l. πάγοις) D. S.3.34.3 salt, as formed by the evaporation of sea-water, Lyc.135.5 ἄκριτον πάγος of the confused mass outside the universe, Hp.Hebd.6;τὸν περιέχοντα πάγον Id.Vict.1.10
, cf. Paul.Al.I.4. -
4 πρωτοπαγής
A just put together, new-made, δίφροι, ἄμαξα, Il.5.194, 24.267;τὰ π. στοιχεῖα τῆς φύσεως Heraclit.All. 23
, cf. A.D.Adv.137.12; τὸ π. σχῆμα, of incipient cataract, Cass. Pr.19: metaph.,ἀοιδὰν -παγεῖ σοφίᾳ διαποίκιλον Lyr.Alex.Adesp. 20.5
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πρωτοπαγής
См. также в других словарях:
παγεῖ — παγάομαι wash in a spring pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) παγεύς pedestal masc dat sg πήγνυμι Aër. aor subj pass 3rd sg (epic) πᾱγεῖ , πήγνυμι Aër. aor subj pass 3rd sg (epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μαυροφορώ — [μαυροφόρος] 1. φορώ μαύρα ρούχα, πενθώ («μαύρα θα βάλω να φορώ να με θωρούν να λέσι κρίμα στ αγγελικό κορμί και να μαυροφορέσει», δημ. τραγούδι) 2. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυροφορεμένος, η, ο(ν) αυτός που φορά μαύρα ρούχα, αυτός που πενθεί … Dictionary of Greek
συναποπετρούμαι — όομαι, Μ απολιθώνομαι μαζί με άλλον («τὸν παράκτιον χῶρον τῷ πάγει συναποπετρωθῆναι», Νικηφ. Πατρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποπετροῦμαι «μεταβάλλομαι σε πέτρα»] … Dictionary of Greek
Μακρυγιάννης — I (Γιάννης Τριαντάφυλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης, Αβορίτη Δωρίδας, Φωκίδα 1797 – Αθήνα 1864). Αγωνιστής του 1821, στρατηγός και πολιτικός. Ο συγγραφέας των απαράμιλλων για το ύφος τους Απομνημονευμάτων έλαβε το παρωνύμιο Μ., χάρη στο ψηλόλιγνο… … Dictionary of Greek
προσκυνώ — προσκύνησα, προσκυνημένος 1. υποκλίνομαι με σεβασμό, σέβομαι, τιμώ: Προσκύνησε ταπεινά την εικόνα του Χριστού. 2. χαιρετίζω με σεβασμό: Καλογεράκι εγίνη, ράσα φόρεσε, πάγει στην πόρτα κλαίει, πέφτει προσκυνά (δημ. τραγ.). 3. δηλώνω υποταγή σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)