Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

πάγει

См. также в других словарях:

  • παγεῖ — παγάομαι wash in a spring pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) παγεύς pedestal masc dat sg πήγνυμι Aër. aor subj pass 3rd sg (epic) πᾱγεῖ , πήγνυμι Aër. aor subj pass 3rd sg (epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαυροφορώ — [μαυροφόρος] 1. φορώ μαύρα ρούχα, πενθώ («μαύρα θα βάλω να φορώ να με θωρούν να λέσι κρίμα στ αγγελικό κορμί και να μαυροφορέσει», δημ. τραγούδι) 2. (μτχ. παθ. παρακμ. ως επίθ.) μαυροφορεμένος, η, ο(ν) αυτός που φορά μαύρα ρούχα, αυτός που πενθεί …   Dictionary of Greek

  • συναποπετρούμαι — όομαι, Μ απολιθώνομαι μαζί με άλλον («τὸν παράκτιον χῶρον τῷ πάγει συναποπετρωθῆναι», Νικηφ. Πατρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀποπετροῦμαι «μεταβάλλομαι σε πέτρα»] …   Dictionary of Greek

  • Μακρυγιάννης — I (Γιάννης Τριαντάφυλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης, Αβορίτη Δωρίδας, Φωκίδα 1797 – Αθήνα 1864). Αγωνιστής του 1821, στρατηγός και πολιτικός. Ο συγγραφέας των απαράμιλλων για το ύφος τους Απομνημονευμάτων έλαβε το παρωνύμιο Μ., χάρη στο ψηλόλιγνο… …   Dictionary of Greek

  • προσκυνώ — προσκύνησα, προσκυνημένος 1. υποκλίνομαι με σεβασμό, σέβομαι, τιμώ: Προσκύνησε ταπεινά την εικόνα του Χριστού. 2. χαιρετίζω με σεβασμό: Καλογεράκι εγίνη, ράσα φόρεσε, πάγει στην πόρτα κλαίει, πέφτει προσκυνά (δημ. τραγ.). 3. δηλώνω υποταγή σε… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»