-
1 Αρεοπαγιτικός
-
2 Ἀρεοπαγιτικός
-
3 Αρεοπαγιτικών
Ἀρεοπαγιτικόςthe hill of Ares: fem gen plἈρεοπαγιτικόςthe hill of Ares: masc /neut gen pl -
4 Ἀρεοπαγιτικῶν
Ἀρεοπαγιτικόςthe hill of Ares: fem gen plἈρεοπαγιτικόςthe hill of Ares: masc /neut gen pl -
5 Αρεοπαγιτικόν
Ἀρεοπαγιτικόςthe hill of Ares: masc acc sgἈρεοπαγιτικόςthe hill of Ares: neut nom /voc /acc sg -
6 Ἀρεοπαγιτικόν
Ἀρεοπαγιτικόςthe hill of Ares: masc acc sgἈρεοπαγιτικόςthe hill of Ares: neut nom /voc /acc sg -
7 Αρεοπαγιτικοίς
-
8 Ἀρεοπαγιτικοῖς
-
9 Αρεοπαγιτικού
-
10 Ἀρεοπαγιτικοῦ
-
11 Αρεοπαγιτικώ
-
12 Ἀρεοπαγιτικῷ
-
13 Αρεοπαγιτικήν
-
14 Ἀρεοπαγιτικήν
-
15 Ἄρειος πάγος
A the hill of Ares, at Athens,Ἀρήϊος π. Hdt.8.52
, cf. A.Eu. 685, 690, etc.;ἡ βουλὴ ἡ ἐξ Ἀρείου πάγου IG1.38a
(prob.), 2.476.59, al., D.18.133, cf. Lys.26.12, Arist.Ath.4.4;ἡ ἐν Ἀ. πάγῳ βουλή D.20.157
, Aeschin.1.81, Arist.Pol. 1273b39;βουλή Ἀρεία IG3.824
; εἰς τὸν Ἄ. πάγον ἀναβῆναι become a member of the court, Isoc. 7.37, 12.154;ἐν Ἀ. πάγῳ δοῦναι δίκην Arist.Rh. 1398b26
;ψευδομαρτύρια τὰ ἐξ Ἀ. πάγου Id.Ath.59.6
.—The compd. [full] Ἀρειόπᾰγος only in a late [dialect] Att. Inscr., IG3.1005; but we find the noun [full] Ἀρεοπᾰγίτης ( [full] Ἀρευ- ib.2.839.7) [ῑ], ου, ὁ, Areopagite, Aeschin.1.81, IG3.746, cf. 635, Arist.Ath.3.6, etc.: prov., Ἀρεοπαγίτου σιωπηλότερος 'as silent as the grave', Them.Or.21.263a;στεγανώτερος Alciphr.1.13
:—Adj. [full] Ἀρεοπᾰγῖτις,βουλή Arist.Ath.41.2
, Alciphr.2.3; [full] Ἀρεοπᾰγῑτικός, ή, όν, Isoc.7 tit., Str.6.1.8.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ἄρειος πάγος
См. также в других словарях:
αρεοπαγιτικός — ἀρεοπαγιτικός, ή, όν (Α) [Αρεοπαγίτης] αυτός που ανήκει στον Άρειο πάγο … Dictionary of Greek
Ἀρεοπαγιτικός — the hill of Ares masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρεοπαγιτικῶν — Ἀρεοπαγιτικός the hill of Ares fem gen pl Ἀρεοπαγιτικός the hill of Ares masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρεοπαγιτικόν — Ἀρεοπαγιτικός the hill of Ares masc acc sg Ἀρεοπαγιτικός the hill of Ares neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρεοπαγιτικοῖς — Ἀρεοπαγιτικός the hill of Ares masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρεοπαγιτικοῦ — Ἀρεοπαγιτικός the hill of Ares masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρεοπαγιτικήν — Ἀρεοπαγιτικός the hill of Ares fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀρεοπαγιτικῷ — Ἀρεοπαγιτικός the hill of Ares masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ДАМОН — ДАМОН (Δάμων) (сер. 5 в. до н. э.), др. греч. софист и музыкальный теоретик, советник Перикла. Д., сын Дамонида, родился в Афинах, в деме Ойа. Учился музыке у Агафокла, его ученика Лампрокла и пифагорейца Пифоклида, создателя «возвышенно… … Античная философия