-
41 μᾱλός
μᾱλόςGrammatical information: adj.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Taken from μαλο-πάραυος prop. `appel-cheeked' (Theoc. 26, 1), after H. = λευκο-πάρειος?; cf. μάλ-ουρος (- ρις) = λεύκ-ουρος, λευκό-κερκος H. Cf. 1. μῆλον. See DELGPage in Frisk: 2,168Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μᾱλός
-
42 ὁράω
Grammatical information: v.Meaning: `to look, to perceive, to contemplate, to see' (Il.).Other forms: Ion. also ὀρέω (Hdt.), and besides ὅρηαι (ξ 343), ὁρητο (A 56 a. 198 after Zenodot, accent uncertain), ὀρῃ̃ς, -ῃ̃, - ῆν (Hp., Democr., Herod.), Aeol. ὄρημι (Sapph.), ὄρη (Theoc.); ipf. ἑώρων (Att.), ep. 3. sg. ὅρα, Ion. ὥρα (Hdt.) etc.; pres. also ὄρονται (ξ 104) with - ντο (γ 471), ὅρει φυλάσσει H.; innovated perf. act. ἑόρακα (Att., also ἑώρ-), Ion. ὀρώρηκα a. ὤρηκα (Herod.), Dor. ptc. ὡρακυῖα (Epid.), midd. ἑώραμαι (late Att.), aor. pass. ὁραθῆναι (Arist., D.S.), plqu. also ὀρώρει (Ψ 112).Derivatives: Few derivv., almost all hell. and late, as opposed to the older ones which derive from primary ὀπ- (s. ὄπωπα) and ἰδεῖν: 1. ὁρᾶ-τός `visible' (Hp., Pl.), προ-ορατός `who can be foreseen' (X. Cyr. 1, 6,23) as against πρό-οπτος ( προὖπ-τος) `foreseen, apparent' (IA.); 2. ὅραμα n. `sight, spectacle, apparition' (X., Arist., LXX), παρ- ὁράω (hell. a. late), m. ὁραματίζομαι (Aq.) against ὄμμα, εἶδος (s.vv.); 3. ὅρασις f., also with προ-, παρ-, ὑπερ- a.o., `sight, face, look, apparition', pl. also `eyes' (Demad., Arist., Men.) against ὄψις; ὑφόρα-σις `suspicion' (Plb.) for older ὑποψ-ία; 4. ὁρατής m. `viewer' (LXX, Plu.) against ὀπτήρ `scout'; ὁρατήρ H. as explanation of ὀπτήρ; 5. ὁρατικός `able to see, provided with sight' (Arist., Ph.), ἐφ- ὁράω `fit for oversight' (X.): ἐποπτ-ικός `belonging to ἐπόπτης' (Pl.). 6. ὁρατίζω `to catch sight of, to aim for' (medic. IVp). 7. οὖρος m. `watcher', ἐπίουρος s. v.Origin: IE [Indo-European] [1164] *u̯er- `observe, note'Etymology: From the ipf. ἑώρων (\< *ἠ-Ϝόρων; w. asp. after ὁρῶ) and the pf. ἑόρακα (\< *Ϝε-Ϝόρακα; ἑώρ- after the ipf.) we conclude to an orig. Ϝ-, which however neither in Homer nor epigraphically has left a trace, and also in Myc. oromeno is absent; whether the asper hangs together with the older Ϝ-, remains uncertain (Schwyzer 22 6 f. w. lit.). -- The above presentforms, from which come all non-present forms including the verbal nouns, seem to require three diff. stems: 1. Ϝορᾶ- in ὁρά-ω, from which perh. purely phonetically Ion. ὀρέω (Schwyzer 242); 2. Ϝορη- in Aeol. ὄρημι, ὄρη, ep. ὅρηαι a.o. (s. above); 3. Ϝορ- in ὄρονται, - ντο, ὅρει. Orig. *Ϝορᾶ-ι̯ω can be either an iterative-intensive deverbative of the type ποτάομαι (s. Schwyzer 718 f.), with which the meaning fits well, or be explained as denominative from *Ϝορά̄ f., which is found in φρουρά from *προ-hορά (\< *προ-Ϝορά) and in German., e.g. OHG wara f. `attentiveness', wara neman ' wahrnehmen': IE *u̯orā́ f., beside which Toch. A war, B were `flavour', IE *u̯oro-s m. Difficult to judge however is (Ϝ)όρη-μι etc. It looks like a disyllabic athemat. formation, and ὀρῃ̃ς, -ῃ̃, - ῆν can have been tranformed from this by thematization (Schwyzer 680). One may compare Lat. verē-ri `observe scrupulously, venerate', though with ablauting stemvowel. Weakest attested is the primary monosyll. (orig. athematic?; Chantraine Gramm. hom. 1, 311) ὄρονται, - ντο (to which also ὅρει in H.?); it regards moreover the same formulaic expression: ἐπὶ δ' ἀνέρες ἐσθλοὶ ὄρονται (- ντο), thus in plqu. ἐπὶ δ' ἀνηρ ἐσθλὸς ὀρώρει. Here too the o-vowel is remarkable, though analogous cases can be found like ὄθομαι, οἴχομαι a.o. (Schwyzer 721, Chantraine l.c.). To the primry verb belong both *προ-Ϝορ-ά in φρουρά (s. above and s.v.) and the form which occurs only in compounds as 2. member, - (Ϝ)ορ-ός, `guardian', e.g. θυρ-, τιμ-ωρός, κηπουρός from θυρα-, τιμα-, κηπο-Ϝορ-ός; it agrees formally (but not functionally) with Germ., e.g. OS war `attentive, cautious', OHG giwar `id., gewahr'. The other word belonging to this group from diff. languages, e.g. Latv. veruôs, vērtiês `inspect, observe', Toch. A wär, B wär-sk- `smell', Hitt. u̯erite- `fear', give nothing for Greek. -- Further forms w. lit. in WP. 1, 284f., Pok. 1164, W.-Hofmann s. vereor. On the suppletive system ὁράω: ὄψομαι: εἶδον: ἑόρακα Gonda Lingua 9, 178 ff., Bloch Suppl. Verba 91 ff. ; on the expressions for `see, eye' in Greek Prévot Rev. de phil. 61, 133ff., 233ff. -- S. also 2. οὖρος, ὤρα.Page in Frisk: 2,409-410Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > ὁράω
-
43 σίλουρος
Grammatical information: m.Meaning: name of `a big river fish', prob. `catfish', also `sturgeon', Lat. silūrus (middl. com., hell. pap., Str. etc.); σιλουρισμός m. `serving up a σ.' (Diph.).Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: From οὑρά `tail' like μελάν-ουρος etc. (Strömberg Fischn. 48) and an unclear 1. element; after Solmsen IF 30, 9ff. (with reserve) *σιλός in Σιληνός, σίλλος; s. vv. and σιμός. Diff. Grošelj Živa Ant. 4, 174 f.: to σιλλέα τρίχωμα H. referring to the big anal fin of the catfish. -- Rather formed with the Pre-Greek suffix - ουρος.Page in Frisk: 2,706Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > σίλουρος
-
44 ουροίς
-
45 οὐροῖς
-
46 ουροί
-
47 οὐροί
-
48 ουρούς
-
49 οὐρούς
-
50 ουρών
οὐ̱ρῶν, ὄροςimplement for pressing grapes: neut gen pl (attic epic doric ionic)οὐράtail: fem gen plοὐρέωmake water: pres part act masc nom sg (attic epic doric)οὐρόςthe watery: masc gen pl -
51 οὐρῶν
οὐ̱ρῶν, ὄροςimplement for pressing grapes: neut gen pl (attic epic doric ionic)οὐράtail: fem gen plοὐρέωmake water: pres part act masc nom sg (attic epic doric)οὐρόςthe watery: masc gen pl -
52 ουρόν
-
53 οὐρόν
-
54 Αἰακίδας
Αἰᾰκίδας (Αἰακίδᾳ, -αν; -αι, -ᾶν, -αις, -ας.)a son of AiakosΑἰακίδᾳ παρὰ Πηλεῖ P. 3.87
ἀλλ' Αἰακίδαν καλέων ἐς πλόον i. e. Telamon I. 6.35 “ ΠηλέιΑἰακίδᾳ.” I. 8.39b descendant of Aiakos pl., ἐχρῆν δέ τινἔνδον ἄλσει παλαιτάτῳ Αἰακιδᾶν κρεόντων τὸ λοιπὸν ἔμμεναι i. e. Neoptolemos N. 7.45Ἀχιλεύς, οὗρος Αἰακιδᾶν I. 8.55
ἀπείρονας ἀρετὰς [Αἰακ]ιδᾶν (supp. Turyn.) Pae. 6.177c fig., people of AiginaΑἰακιδᾶν τ' εὐερκὲς ἄλσος O. 13.109
ἁ δικαιόπολις ἀρεταῖς κλειναῖσιν Αἰακιδᾶν θιγοῖσα νᾶσος P. 8.23
τηλαυγὲς ἄραρε φέγγος Αἰακιδᾶν αὐτόθεν N. 3.64
δέξαιτο δ' Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος N. 4.11
ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας καὶ ἀπὸ χρυσεᾶν Νηρηίδων Αἰακίδας ἐγέραιρεν N. 5.8
Αἰακίδαις ἔρνεα πρῶτος λτ;ἔνεικενγτ; ἀπ' Ἀλφεοῦ N. 6.17
ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν ἀρετὰς ἀποδεικνύμενοι μεγάλας N. 6.46
πόλιν γὰρ φιλομόλπων οἰκεῖ δορικτύπων Αἰακιδᾶν N. 7.10
τὸ δ' ἐμόν, οὐκ ἄτερ Αἰακιδᾶν, κέαρ ὕμνων γεύεται I. 5.20
ὦ χρυσάρματοι Αἰακίδαι I. 6.19
ἁ μὲν πόλις Αἰακιδᾶν fr. 242. -
55 Αἴγινα
a the island Αἰγίνᾳ τε νικῶνθ' ἑξάκις (Boeckh: Αἰγίνᾳ, Αἴγινά codd.) O. 7.86ἐξένεπε δολιχήρετμον Αἴγιναν πάτραν O. 8.20
Αἰγίνᾳ τε γὰρΝίσου τ' ἐν λόφῳ P. 9.90
τὰν πολυξέναν ἐν ἱερομηνίᾳ Νεμεάδι ἵκεο Δωρίδα νᾶσον Αἴγιναν N. 3.3
ἀλλ' ἐπὶ πάσας ὁλκάδος ἔν τ ἀκάτῳ, γλυκεἶ ἀοιδά, στεῖχ ἀπ Αἰγίνας N. 5.3
οὐ ψεῦδις ὁ μάρτυς ἔργμασιν ἐπιστατεῖ, Αἴγινα, τεῶν Διός τ' ἐκγόνων N. 7.50
Αἴγινανδιαπρεπέα νᾶσον I. 5.43
Αἴγιναν κάτα σπένδειν μελιφθόγγοις ἀοιδαῖς I. 6.8
Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν, Αἴγιναν σφετέραν τε ῥίζαν πρόφαινεν I. 8.56
κλεινὸς Αἰακοῦ λόγος, κλεινὰ δὲ καὶ ναυσικλυτὸς Αἴγινα I. 9.1
b a nymph, daughter of Asopos, mother of Aiakos by Zeus, mother of Menoitios by Aktor.υἱὸν δ' Ἄκτορος Αἰγίνας τε Μενοίτιον O. 9.70
Αἴγινα φίλα μᾶτερ P. 8.98
Καδμεῖοί νιν οὐκ ἀέκοντες ἄνθεσι μείγνυον, Αἰγίνας ἕκατι N. 4.22
Διὸς Αἰγίνας τε λέκτρον N. 8.6
χρὴ δ' ἐν ἑπταπύλοισι Θήβαις τραφέντα Αἰγίν Αιγίνᾳ Χαρίτων ἄωτον προνέμειν I. 8.16
ὑδάτεσσι δ' ἐπ Ἀσώπου ποτ ἀπὸ προθύρων βαθύκολπον ἀνερέψατο παρθένον Αἴγιναν ( Ζεύς sc.) Pae. 6.137 -
56 ἀλλοῖος
1 of different kinds always with another ἀλλο-word.ἄλλοτ' ἀλλοῖαι διαιθύσσοισιν αὖραι O. 7.95
ἄλλον ἀλλοίων ἀχέων ἔξαγεν P. 3.50
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.104
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.5
ἄλλοτ' ἀλλοῖα φρόνει keep different moods for different times fr. 43. 5. frag. ἄλλο[τε δἀλ]λοῖαι περι[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 7. -
57 ἄλλοτε
1 in one direction and in another met., here and there, this way and thatῥοαὶ δ' ἄλλοτ ἄλλαι ἔβαν O. 2.33
ἄλλοτε δ' ἄλλον ἐποπτεύει Χάρις ζωθάλμιος O. 7.11
ἄλλοτ' ἀλλοῖαι διαιθύσσουσιν αὖραι O. 7.95
ἀλλ' ἄλλοτε πατέων ὁδοῖς σκολιαῖς P. 2.85
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖαι πνοαὶ ὑψιπετᾶν ἀνέμων P. 3.104
δαίμων δὲ παρίσχει, ἄλλοτ' ἄλλον ὕπερθε βάλλων, ἄλλον δ ὑπὸ χειρῶν μέτρῳ καταβαίνει (byz.: ἄλλοτε δ codd.) P. 8.77ἐγκωμίων ἄωτος ὕμνων ἐπ' ἄλλοτ ἄλλον ὥτε μέλισσα θύνει λόγον P. 10.54
Μοῖσα, τὸ δὲ τεόν, εἰ μισθοῖο συνέθευ παρέχειν φωνὰν ὑπάργυρον, ἄλλοτ' ἄλλᾳ ταρασσέμεν (sc. φωνάν.) P. 11.42ψεφεννὸς ἀνὴρ ἄλλοτ' ἄλλα πνέων οὔ ποτ ἀτρεκεῖ κατέβα ποδί N. 3.41
αἰὼν δὲ κυλινδομέναις ἁμέραις ἄλλ' ἄλλοτ ἐξ ἄλλαξεν I. 3.18
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.5
“ ἄλλοτ' ἀλλοῖα φρόνει” keep a different mood for different occasions fr. 43. 5. frag. ]ἄλλο[τε δ' ἀλ] λοῖαι περι[ (supp. Lobel.) Θρ. 4. 8. -
58 ἀμφί
ἀμφί A prep. I c. acc.1 of place.a beside, aroundπαίζομεν φίλαν ἄνδρες ἀμφὶ θαμὰ τράπεζαν O. 1.17
γλυκὺν ἀμφὶ κᾶπον P. 5.24
Ἐφυραίων ὄπ' ἀμφὶ Πηνειὸν γλυκεῖαν προχεόντων ἐμὰν P. 10.56
οὐδέ ποτε ξενίαν οὗρος ἐμπνεύσαις ὑπέστειλ' ἱστίον ἀμφὶ τράπεζαν I. 2.40
ἥρωες αἰδοίαν ἐμείγνυντ' ἀμφὶ τράπεζαν θαμά fr. 187.b at, inθαυμαστὸς ἐὼν φάνη Ζηνὸς ἀμφὶ πανάγυριν Λυκαίου O. 9.96
c met., over, in defence ofἁνίκ' ἀμφὶ Πύλον σταθεὶς ἤρειδε Ποσειδάν O. 9.31
2 of time. during, forλοιπὸν ἀμφὶ βίοτον O. 1.97
τὸν ὅλον ἀμφὶ χρόνον O. 2.30
τραπέζαισί τ' ἀμφὶ δεύτατα κρεῶν σέθεν διεδάσαντο (sign. dub.: during the last courses: others assume ἀμφί to be adverbial, or join it with τραπέζαις) O. 1.503 in the manner of, after ἀείδετο δὲπὰν τέμενος τὸν ἐγκώμιον ἀμφὶ τρόπον O. 10.77
4 about, concerningκελαδέοντι μὲν ἀμφὶ Κινύραν πολλάκις φᾶμαι Κυπρίων P. 2.15
ὦναξ, ἑκόντι δ' εὔχομαι νόῳ κατά τιν ἁρμονίαν βλέπειν ἀμφ ἕκαστον ὅσα νέομαι P. 8.69
εὐθὺς δ' ἀπήμων κραδία κᾶδος ἀμφ ἀλλότριον N. 1.54
ἢ ἀμφ' Ἰόλαον; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας;) I. 7.9 ]ν ἀμφὶ πόλιν φλεγε[ Pae. 18.4
II c. gen.1 about, concerningἔστι δ' ἀνδρὶ φάμεν ἐοικὸς ἀμφὶ δαιμόνων καλά O. 1.35
σύμβολον δ' οὔ πώ τις ἐπιχθονίων πιστὸν ἀμφὶ πράξιος ἐσσομένας εὗρεν θεόθεν O. 12.8
μακρὰ μὲν τὰ Περσέος ἀμφὶ Μεδοίσας Γοργόνος N. 10.4
2 for the sake ofτᾶς εὐδαίμονος ἀμφὶ Κυράνας θέμεν σπουδὰν ἅπασαν P. 4.276
οἷοι Λιβύσσας ἀμφὶ γυναικὸς ἔβαν Ἴρασα πρὸς πόλιν P. 9.105
ἁλίκων τῶ τις ἁβρὸν ἀμφὶ παγκρατίου Κλεάνδρῳ πλεκέτω μυρσίνας στέφανον I. 8.66
III c. dat.1 besideἦ πολλ' ἀμφὶ κρουνοῖς ἔπαθεν O. 13.63
ἀμφὶ Παγγαίου θεμέθλοις ναιετάοντες P. 4.180
τό σφ' ἔχει κυπαρίσσινον μέλαθρον ἀμφ ἀνδριάντι σχεδόν P. 5.40
κεῖνος ἀμφ' Ἀχέροντι ναιετάων N. 4.85
ἦ μὰν ἀνόμοιά γε δᾴοισιν ἐν θερμῷ χροὶ ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ N. 8.30
βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου N. 9.40
ἀμφί τε Παρνασσίαις πέτραις Pae. 2.97
2 round, onἀμφὶ κόμαισι βάλῃ κόσμον ἐλαίας O. 3.13
ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι κρέμανται O. 7.24
τρία ἔργα ποδαρκὴς ἁμέρα θῆκε κάλλιστ' ἀμφὶ κόμαις O. 13.39
φάρμακον πραὺ τείνων ἀμφὶ γένυι O. 13.85
δεξιτέρῳ μόνον ἀμφὶ ποδί P. 4.96
3 in respect of, in the field of, esp. of what is at stake.αἰεὶ δ' ἀμφ ἀρεταῖσι πόνος δαπάνα τε μάρναται πρὸς ἔργον O. 5.15
μήλων τε κνισσαέσσα πομπὰ καὶ κρίσις ἀμφ' ἀέθλοις O. 7.80
εὔχομαι ἀμφὶ καλῶν μοίρᾳ νέμεσιν διχόβουλον μὴ θέμεν O. 8.86
οἷον δ' ἐν Μαραθῶνι μένεν ἀγῶναπρεσβυτέρων ἀμφ' ἀργυρίδεσσιν O. 9.90
ἐν ἡρωίαις ἀρεταῖσιν οὐ ψεύσομ' ἀμφὶ Κορίνθῳ O. 13.52
καὶ τὸ λοιπὸν ὁμοῖα διδοῖτ' ἐπ ἔργοισιν ἀμφί τε βουλαῖς ἔχειν P. 5.119
ὕπατος ἀμφὶ τοκεῦσιν ἔμμεν πρὸς ἀρετάν P. 6.42
ξυναῖσι δ' ἀμφ ἀρεταῖς τέταμαι P. 11.54
ὅσσα δ' ἀμφ ἀέθλοις Τιμοδημίδαι ἐξοχώτατοι προλέγονται N. 2.17
πέφανται οὐκ ἄμμορος ἀμφὶ πάλᾳ κυναγέτας N. 6.14
χρεῖαι δὲ παντοῖαι φίλων ἀνδρῶν· τὰ μὲν ἀμφὶ πόνοις ὑπερώτατα N. 8.42
ὃς δ' ἀμφ ἀέθλοις ἢ πολεμίζων ἄρηται κῦδος ἁβρὸν I. 1.50
μαρνάσθω τις ἔρδων ἀμφ' ἀέθλοισιν I. 5.55
4 owing to “Πέργαμος ἀμφὶ τεαῖς, ἥρως, χερὸς ἐργασίαις ἁλίσκεται” O. 8.42κῆλα δὲ καὶ δαιμόνων θέλγει φρένας ἀμφί τε Λατοίδα σοφίᾳ βαθυκόλπων τε Μοισᾶν P. 1.12
ὕμνον τὸν ἐδέξαντ' ἀμφ ἀρετᾷ P. 1.80
τεὸν χρέος, ὦ παῖ, νεώτατον καλῶν, ἐμᾷ ποτανὸν ἀμφὶ μαχανᾷ P. 8.34
μάντιν τ' ὄλεσσε κόραν, ἐπεὶ ἀμφ Ἑλένᾳ πυρωθέντων Τρώων ἔλυσε δόμους ἁβρότατος P. 11.33
σέο δ' ἀμφὶ τρόπῳ τῶν τε καὶ τῶν χρήσιες (“ton caractère te permet d'employer l'une comme l'autre.” Puech.) N. 1.29τὸν γὰρ Ἴδας ἀμφὶ βουσίν πως χολωθεὶς N. 10.60
ἢ ἀμφὶ πυκναῖς Τειρεσίαο βουλαῖς; (sc. θυμὸν τεὸν εὔφρανας;) I. 7.8Ζεὺς ὅτ' ἀμφὶ Θέτιος ἀγλαός τ ἔρισαν Ποσειδὰν γάμῳ I. 8.27
πιστὰ δ' Ἀγασικλέει μάρτυς ἤλυθον ἐς χορὸν ἐσλοῖς τε γονεῦσιν ἀμφὶ προξενίαισι Παρθ. 2. 41.5 in honour ofἀνδρὸς ἀμφὶ παλαίσμασιν φόρμιγγἐλελίζων O. 9.13
ἀναβάσομαι στόλον ἀμφ' ἀρετᾷ κελαδέων P. 2.62
ἀμφὶ Νεμέᾳ πολύφατον θρόον ὕμνων δόνει ἡσυχᾷ N. 7.80
6 of time, in the course ofἁλίῳ ἀμφ' ἑνί O. 13.37
B adv., all roundἀμφὶ δὲ παρδαλέᾳ στέγετο φρίσσοντας ὄμβρους P. 4.81
εἶπε δ' ἐν μέσσοις ἀπάγεσθαι, ὃς ἂν πρῶτος θορὼν ἀμφί οἱ ψαύσειε πέπλοις P. 9.120
οὐδὲ μολόντων πὰρ ματέρ' ἀμφὶ γέλως γλυκὺς ὦρσεν χάριν P. 8.85
-
59 ἄνθρωπος
aσκιαρόν τε φύτευμα ξυνὸν ἀνθρώποις O. 3.18
ἀμφὶ δ' ἀνθρώπων φρασὶν ἀμπλακίαι ἀναρίθμητοι κρέμανται O. 7.24
ἐν δ' ἀρετὰν ἔβαλεν καὶ χάρματ ἀνθρώποισι προμαθέος αἰδώς O. 7.44
φαντὶ δ' ἀνθρώπων παλαιαὶ ῥήσιες O. 7.54
παραπειρῶνται Διὸς ἀργικεραύνου εἴ τιν' ἔχει λόγον ἀνθρώπων πέρι O. 8.4
Αἴγιναν ἔνθα ἀσκεῖται Θέμις ἔξοχ' ἀνθρώπων O. 8.23
τερπνὸν δ' ἐν ἀνθρώποις ἴσον ἔσσεται οὐδέν O. 8.53
πολλοὶ δὲ διδακταῖς ἀνθρώπων ἀρεταῖς κλέος ὤρουσαν ἀρέσθαι O. 9.101
ἔστιν ἀνθρώποις ἀνέμων ὅτε πλεῖστα χρῆσις O. 11.1
πολλὰ δ' ἀνθρώποις παρὰ γνώμαν ἔπεσεν O. 12.10
ἔτυμον λόγον ἀνθρώπων P. 1.68
μείων ἕπεται μῶμος ἀνθρώπων P. 1.82
ἐν ἀνθρώποισι P. 3.21
πολυπήμονας ἀνθρώποισιν ἰᾶσθαι νόσους P. 3.46
εἴ τιν' ἀνθρώπων P. 3.86
Νέστορα καὶ Λύκιον Σαρπηδόν, ἀνθρώπων φάτις, —γινώσκομεν P. 3.112
ὄρνιν Κυπρογένεια φέρεν πρῶτον ἀνθρώποισι P. 4.217
ὁ γὰρ καιρὸς πρὸς ἀνθρώπων βραχὺ μέτρον ἔχει P. 4.286
σκιᾶς ὄναρ ἄνθρωπος (v. l. ἄνθρωποι) P. 8.96εἰ δέ τις ὄλβος ἐν ἀνθρώποισιν, ἄνευ καμάτου οὐ φαίνεται P. 12.28
ἔστι δέ τις λόγος ἀνθρώπων N. 9.6
ἔνθ' Ἀρείας πόρον ἄνθρωποι καλέοισι N. 9.41
ἔστι δὲ καὶ κόρος ἀνθρώπων βαρὺς ἀντιάσαι N. 10.20
χαλεπὰ δ' ἔρις ἀνθρώποις ὁμιλεῖν κρεσσόνων N. 10.72
τὸ δ' ἐκ Διὸς ἀνθρώποις σαφὲς οὐχ ἕπεται τέκμαρ N. 11.43
μισθὸς γὰρ ἄλλοις ἄλλος ἐπ' ἔργμασιν ἀνθρώποις γλυκύς I. 1.47
ὅσον ὀργὰν λτ;γτ;εινοκράτης ὑπὲρ ἀνθρώπων γλυκεῖαν ἔσχεν I. 2.36
ἄλλοτε δ' ἀλλοῖος οὖρος πάντας ἀνθρώπους ἐπαίσσων ἐλαύνει I. 4.6
ὅσσα δ' ἐπ ἀνθρώπους ἄηται μαρτύρια φθιμένων ζωῶν τε φωτῶν ἀπλέτου δόξας I. 4.9
ἀλλ' Ὅμηρός τοι τετίμακεν δἰ ἀνθρώπων I. 4.37
Θεία, σέο ἕκατι καὶ μεγασθενῆ νόμισαν χρυσὸν ἄνθρωποι περιώσιον ἄλλων I. 5.3
φ]έρτατος ἀνθρώπων Πα. 13b. 5. ]ἄνθρωπ[ο Pae. 21.18
πρὶν μὲν ἕρπε τὸ σὰν κίβδηλον ἀνθρώποισιν ἀπὸ στομάτων Δ. 2. 3. ἁνίκ' ἀνθρώπων καματώδεες οἴχονται μέριμναι στηθέων ἔξω fr. 124. 5. ἀν]θρώποις[ Θρ. 4. 9. —I gods. —θεόμοροι νίσοντ' ἐπ ἀνθρώπους ἀοιδαί O. 3.10
“ ἔν τε θεοῖς τοῦτο κἀνθρώποις ὁμῶς αἰδέοντ” P. 9.40Ἄπολλον, γλυκὺ δ' ἀνθρώπων τέλος ἀρχά τε δαίμονος ὀρνύντος αὔξεται P. 10.10
σὺν θεῷ γάρ τοι φυτευθεὶς ὄλβος ἀνθρώποισι παρμονώτερος N. 8.17
εἰ γάρ τις ἀνθρώπων πράσσει θεοδμάτους ἀρετὰς I. 6.10
εἰ δέ τις ἀνθρώποισι θεόσδοτος ἀτληκηκοτας προστύχῃ fr. 42. 5. ]ἀνθρώπο[ις (supp. Bury) Δ. 2. 3. θεῶν καὶ κατ' ἀνθρώπων ἀγυιάς fr. 194. 6.II heroes. ἥροες ἁγνοὶ πρὸς ἀνθρώπων καλέονται fr. 133. 6.III animals.πολύβοσκον γαῖαν ἀνθρώποισι καὶ εὔφρονα μήλοις O. 7.63
c a man, anyone καὶ τὸ σιγᾶν πολλάκις ἐστὶ σοφώτατον ἀνθρώπῳνοῆσαι N. 5.18
d woman “ καὶ τίς ἀνθρώπων σε χαμαιγενέων πολιᾶς ἐξανῆκεν γαστρός;” P. 4.98 “ τίς νιν ἀνθρώπων τέκεν;” P. 9.33 -
60 Ἀχιλλεύς
ᾰχιλλεύς, Ἀχῐλεύς (Ἀχιλλεῖ, -ῆα, -έα; Ἀχιλεύς, -έος, -εῖ) son of Peleus and Thetis, killed by Apollo.1Ἀχιλλέα τ' ἔνεικ μάτηρ O. 2.79
ἔστα σὺν Ἀχιλλεῖ μόνος sc. Patroklos O. 9.71Ἴλᾳ φερέτω χάριν Ἁγησίδαμος, ὡς Ἀχιλεῖ Πάτροκλος O. 10.19
σὺν Αἰακῷ Πηλεῖ τε κἀγαθῷ Τελαμῶνι σύν τ' Ἀχιλλεῖ P. 8.100
ξανθὸς δ' Ἀχιλεὺς τὰ μὲν μένων Φιλύρας ἐν δόμοις, παῖς ἐὼν ἄθυρε μεγάλα ἔργα N. 3.43
ἐν δ' Εὐξείνῳ πελάγει φαεννὰν Ἀχιλεὺς νᾶσον (sc. ἔχει. ἔστι δέ τις Λευκὴ νῆσος, εἰς ἣν δοκεῖ τὸ Ἀχιλλέως σῶμα ὑπὸ Θέτιδος μετακεκομίσθαι. Σ.) N. 4.49 βαρὺ δέ σφιν (sc. τοῖς Αἰθιόπεσσι) νεῖκος Ἀχιλεὺς ἔμπεσε (Hermann metri gr.: ἔμπεσ' Ἀχιλ(λ) εὺς codd.) N. 6.50 κράτιστον Ἀχιλέος ἄτερ μάχᾳ (sc. Αἴαντα) N. 7.27 ἦ μὰν ἀνόμοιά γε ἕλκεα ῥῆξαν τὰ μὲν ἀμφ' Ἀχιλεῖ νεοκτόνῳ sc. Odysseus and Aias N. 8.30καὶ νεαρὰν ἔδειξαν σοφῶν στόματ' ἀπείροισιν ἀρετὰν Ἀχιλέος I. 8.48
οἶς δῶμα Φερσεφόνας μανύων Ἀχιλεύς, οὖρος Αἰακιδᾶν I. 8.55
]τ' Ἀχιλλῆα[ Πα. 13g. 2. cf. s. v. Πηλείδας; v. N. 3.43f., O. 2.79f.
См. также в других словарях:
ουρός — οὐρός, ὁ (Α) ταφροειδές όρυγμα το οποίο χρησιμοποιούσαν για την ανέλκυση τών πλοίων στην ξηρά και για την καθέλκυσή τους στη θάλασσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνδέεται με το ρ. ἐρύσσω (πρβλ. αρχ. σλαβ. rovŭ «τάφρος»), ενώ… … Dictionary of Greek
οὐρός — the watery masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ούρος — (I) οὖρος, ὁ (Α) φύλακας, φρουρός, επόπτης («Νέστωρ οἷος ἔμιμνε Γερήνιος, οὖρος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ορώ]. (II) οὖρος, ὁ (Α) ούριος άνεμος. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. οὖρος ανάγεται πιθ. σε *ὄρFος και συνδέεται με το ρ. ὄρνυμαι / ὀρούω. Στην… … Dictionary of Greek
οὖρος — ὅρος boundary masc nom sg (ionic) ὄρος implement for pressing grapes neut nom/voc/acc sg (epic ionic) οὖρος 1 fair wind masc nom sg οὖρος 2 watcher masc nom sg οὖρος 3 masc nom sg (ionic) οὖρος 4 urus masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐροί — οὐρός the watery masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρούς — οὐρός the watery masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρῷ — οὐρός the watery masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐρόν — οὐρός the watery masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ορώ — άω (ΑΜ ὁρῶ, άω, Α επικ. τ. ὁρόω, ιων. τ. ὁρέω, αιολ. τ. ὄρημι) 1. βλέπω, θωρώ, κοιτάζω («ἔστι δίκης ὀφθαλμός, ὅς τὰ πάνθ ὁρᾱ», Μέν.) 2. (το παθ.) ορώμαι είμαι ορατός, είμαι θεατός, φαίνομαι, διακρίνομαι αρχ. 1. έχω την όρασή μου, έχω τα μάτια μου … Dictionary of Greek
οὔρω — οὔ̱ρω , ὅρος boundary masc nom/voc/acc dual (ionic) οὔ̱ρω , ὅρος boundary masc gen sg (doric ionic aeolic) οὔ̱ρω , οὖρον 1 urine neut nom/voc/acc dual οὔ̱ρω , οὖρον 1 urine neut gen sg (doric aeolic) οὔ̱ρω , οὖρον 2 limit neut nom/voc/acc dual… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
όρος — Το υγρό μέρος του αίματος, κίτρινου χρώματος, ρευστό σχεδόν σαν το νερό, που αποχωρίζεται μετά την εκτός του σώματος πήξη και συστολή του θρόμβου του αίματος. Διαφέρει από το πλάσμα, γιατί δεν περιέχει ινωδογόνο και προθρομβίνη, ουσίες που μένουν … Dictionary of Greek