-
1 μᾱλός
μᾱλόςGrammatical information: adj.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Taken from μαλο-πάραυος prop. `appel-cheeked' (Theoc. 26, 1), after H. = λευκο-πάρειος?; cf. μάλ-ουρος (- ρις) = λεύκ-ουρος, λευκό-κερκος H. Cf. 1. μῆλον. See DELGPage in Frisk: 2,168Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μᾱλός
См. также в других словарях:
κολοβούρος — κολοβοῡρος, ον (Α) αυτός που έχει κομμένη ουρά, κουτσονούρης. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολοβός + ουρος (< ουρά), πρβλ. λεύκ ουρος, πλατύ ουρος] … Dictionary of Greek
κόλουρος — η, ο (Α κόλουρος, ον, θηλ. και κόλουρις) 1. αυτός που έχει κομμένη ουρά («ὥσπερ ὑπό γήρως ἀπτῆνα καὶ κόλουρον», Πλούτ.) 2. χαρακτηρισμός απλών στερεών γεωμετρικών σωμάτων που προκύπτουν από άλλα αν με μια κατάλληλη τομή αφαιρεθεί ένα τμήμα τους… … Dictionary of Greek