Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οὐκῶν

См. также в других словарях:

  • ουκών — οὐκῶν (Α) (δωρ. τ.) βλ. οὐκοῡν …   Dictionary of Greek

  • οὐκῶν — οὐκοῦν doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὔκων — οὔκουν certainly not ionic (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ουκούν — οὐκοῡν, δωρ. τ. οὐκῶν (Α) επίρρ. 1. (σε ερωτήσεις στις οποίες αναμένεται κατάνευση σε κάποιο συμπέρασμα ή προσθήκη σε κάτι που έχει ήδη γίνει παραδεκτό) λοιπόν δεν, άρα δεν («οὐκοῡν δοκεῑ σοι... συμφέρον εἶναι...;», Ξεν.) 2. (όταν αναμένεται… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»