-
1 οὐλαμώνυμος
A named from the armed throng ([etym.] οὐλαμός), epith. of Neoptolemus, Lyc.183 (v.l. οὐλαδωνύμου, which the Sch. explains as epith. of Paris, whose name was derived from πήρα, v. οὐλάς 11).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οὐλαμώνυμος
-
2 ουλαμώνυμον
οὐλαμώνυμοςnamed from the armed throng: masc /fem acc sgοὐλαμώνυμοςnamed from the armed throng: neut nom /voc /acc sg -
3 οὐλαμώνυμον
οὐλαμώνυμοςnamed from the armed throng: masc /fem acc sgοὐλαμώνυμοςnamed from the armed throng: neut nom /voc /acc sg -
4 ουλαμωνύμου
-
5 οὐλαμωνύμου
-
6 οὔκω
A v. οὔκουν and οὐκοῦν. [full] οὔκως, [dialect] Ion. for οὔπως. [full] οὐλᾰδώνῠμος, ον, v. οὐλαμώνυμος.
См. также в других словарях:
ουλαμώνυμος — οὐλαμώνυμος, ον (Α) (επίθ. για τον Νεοπτόλεμο) αυτός που πήρε το όνομά του από τον ουλαμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < οὐλαμός + ώνυμος (< ὄνυμα, αιολ. τ. τού ὄνομα*) με έκταση λόγω συνθέσεως (πρβλ. θηρι ώνυμος)] … Dictionary of Greek
οὐλαμώνυμον — οὐλαμώνυμος named from the armed throng masc/fem acc sg οὐλαμώνυμος named from the armed throng neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οὐλαμωνύμου — οὐλαμώνυμος named from the armed throng masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ουλαδώνυμος — οὐλαδώνυμος, ον (Α) (δ. γρφ.) ουλαμώνυμος* … Dictionary of Greek
όνομα — Μέρος του λόγου που διακρίνεται κατά το γένος, τον αριθμό και –στις κλιτές γλώσσες– την πτώση. Ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης και οι Στωικοί προσπάθησαν να δώσουν έναν ορισμό του o., στην προσπάθεια τους να κατατάξουν, με βάση ορισμένα λογικά κριτήρια,… … Dictionary of Greek