Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

οἴναρον

См. также в других словарях:

  • οίναρον — οἴναρον, τὸ (Α) 1. το φύλλο ή το κλαδί τής αμπέλου (α. «ἄμπελος περιτανύουσα τὰ οἴναρα», Ξεν. β. «ἄμπελος διατηρεῑ τὸν καρπὸν ἄνευ οἰνάρων», Θεόφρ.) 2. το κλήμα, η άμπελος («ὁλόκληρους ἀπέτεμον τῶν οἰνάρων, τοὺς βότρυς», Αλκίφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • οἴναρον — vine leaf neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνάροις — οἴναρον vine leaf neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνάρων — οἴναρον vine leaf neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἰνάρῳ — οἴναρον vine leaf neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οἴναρα — οἴναρον vine leaf neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οίνος — ο (ΑΜ οἶνος) 1. το οινοπνευματούχο ποτό που παράγεται από τη ζύμωση τού γλεύκους τών νωπών σταφυλιών, το κρασί (α. οἶνος εὐφραίνει καρδίαν ἀνθρώπου», ΠΔ β. «άκρατος οίνος» ανέρωτο κρασί γ. «ρητινίτης οίνος») 2. το ποτό που παράγεται από τη ζύμωση …   Dictionary of Greek

  • οινάρεον — οἰνάρεον, τὸ (Α) (ποιητ. αντί οἴναρον) το φύλλο τής αμπέλου, το κληματόφυλλο …   Dictionary of Greek

  • οινάρεος — οἰνάρεος, έα, ον (Α) κατασκευασμένος ή προερχόμενος από τα φύλλα ή τα κλαδιά τής αμπέλου («ἐπὶ σποδίην οἰναρέην», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < οἴναρον + κατάλ. εος (πρβλ. νεκτάρ εος)] …   Dictionary of Greek

  • οιναρέα — οἰναρέα, ἡ, και, κατά δ. γρφ., οἰνάρεον, τὸ (Α) [οίναρον] το φύλλο τής αμπέλου, το κληματόφυλλο …   Dictionary of Greek

  • οιναρίζω — οἰναρίζω (Α) [οίναρον] κόβω τα φύλλα τής αμπέλου, αποφυλλίζω τα κλαδιά όταν ωριμάσουν τα σταφύλια …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»