-
1 οικοδόμημα
-
2 οἰκοδόμημα
-
3 οἰκοδόμημα
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκοδόμημα
-
4 ἐργάζομαι
A- άσομαι Thgn.1116
, etc., [dialect] Dor.ἐργαξοῦμαι Theoc.10.23
,ἐργῶμαι PCair.Zen.107.4
(iii B. C.), LXX Ge.29.27, al., IG7.3073.12 (Lebad., ii B. C. ) (but Hsch. ἐργᾷ· ἐργάζει): [tense] aor. εἰργασάμην, [dialect] Ion.ἐργ- Hdt.2.115
, A.Th. 845 (lyr.), etc., [ per.] 3pl. opt.ἐργασαίατο Ar.Av. 1147
, Lys.42 ; [dialect] Dor. M (Delph., iv B. C.): [tense] pf. εἴργασμαι, [dialect] Ion.ἔργ- Hdt.2.121
.έ, A.Fr. 311, etc.—These tenses are used both in [voice] Med. and [voice] Pass. signfs.: for other [voice] Pass. tenses, v. infr. 111:—[dialect] Att. Inscrr. of cent. iv have ἠργαζόμην, ἠργασάμην, ([etym.] ἐξ-) IG22.1585.11, 1669.10, al., but εἴργασμαι ib.1666 A27 ; so also ἠργάσατο ib.7.424 (Oropus, iv B. C.), εἰργασμένος ib.3073.51 (Lebad., ii B. C.),ἐξήργασατο UPZ19.8
(ii B. C.),εἴργασμαι PCair.Zen.146.3
(iii B. C.); but this rule is often broken in later Pap., Inscrr., and codd.:—work, labour, esp. of husbandry, Hes.Op. 299, 309, Th.2.72, etc.; but also of all manual labour, of slaves,ἐ. ἀνάγκῃ Od.14.272
; of quarrymen, Hdt.2.124, etc.;τὴν οὐσίαν οὐ δικαζόμενον ἀλλ' ἐργαζόμενον κεκτημένον Antipho 2.2.12
; ἐ. ἐν τοῖς ἔργοις in the mines, D.42.31 : c. dat. instr., χαλκῷ with brass, Hes.Op. 151 ; also of animals,βοῦς ἐργάτης ἐργάζεται S. Fr. 563
; of birds working to get food, Arist.HA 616b35 ; of bees, ib. 625b22 ; of Hephaestus' self-acting bellows, Il.18.469 ; τὸ χρῆμ' ἐργάζεται the matter works, i.e. goes on, Ar.Ec. 148 ; produces an effect,Thphr.
CP5.12.7 ; οὐχ ὁμοίως ἐργάσεται τὸ θερμόν ib.6.18.11.II trans., work at, make, ἔργα κλυτά, of Athena, Od. 20.72, cf. 22.422 ; ἀγάλματα, ὕμνους, Pi.N.5.1,I.2.46 ; τρίποδα, Νίκην, SIG34 (Delph., v B. C.); ;οἰκοδόμημα Th.2.76
; εἰκόνας, ἀνδριάντας, καλὰ ἔργα, Pl.Cra. 431c, X.Mem.2.6.6, Pl.Men. 91d ; κηρόν, σχαδόνας, of bees, Arist.HA 627a6,30 ;μέλι Sor.Vit. Hippocr.11
; make so and so,ξηρὸν ἐ. τινά Luc.DMar.11.2
;μέγαν Ael.VH3.1
.2 do, perform,ἔργα ἀεικέα Il.24.733
; ἔργον ἐπ' ἔργῳ ἐ., of husbandmen, Hes.Op. 382, cf. 397 ;ἐργασίας ἐ. Arist.EN 1121b33
, cf. X.Oec.7.20 ; ἐναίσιμα, φίλα ἐ., Od.17.321, 24.210 ; ;περὶ θεοὺς ἄδικον μηδέν Id.Grg. 522d
; ἐ. πρᾶγμα, opp. βουλεύειν, S.Ant. 267, cf. OT 347 ;τὸ ἔργον Κυρίου 1 Ep.Cor.16.10
: c. dupl. acc., do something to..,τά περ νῦν ἐ. [ὁ ἥλιος] τὸν Νεῖλον Hdt.2.26
, etc.; chiefly in bad sense, do one ill, do one a shrewd turn,κακὰ ἐργάζεσθαί τινα S.Ph. 786
, Th.1.137, etc.; so οἷά μ' εἰργάσω, τί μ' ἐργάσει; S.Ph. 928, 1172 (lyr.), etc.;μὴ δῆτα τοῦτό μ' ἐργάσῃ Id.El. 1206
;αἴσχιστα ἐ. τινά Ar.V. 787
; less freq.,ἀγαθὰ ἐ. τινά Hdt.8.79
, cf. Th.3.52, Pl.Cri. 53a ;πολλὰ καὶ καλὰ τὴν Ἑλλάδα Id.Phdr. 244b
; seldom ;οἷν ἐμοὶ δυοῖν ἔργ' ἐστὶ κρείσσον' ἀγχόνης εἰργασμένα S.OT 1374
.c in Law, ζημίαν ἐ. do damage, Is.6.20, cf. Hyp.Ath.22.3 work a material,ὅπλα..οἷσίν τε χρυσὸν ἐργάζετο Od.3.435
; ἐ. γῆν till the land, Hdt.1.17, etc.;ἐ. [ἀγροὺς] ἐργάταις X.Cyr.1.6.11
;γῆν καὶ ξύλα καὶ λίθους Id.HG3.3.7
; [ ἀργυρῖτιν] Docum. ap. D.37.28 ; ἐ. θάλασσαν, of traders, D.H.3.46 ; γλαυκὴν ἐ., of fishers, Hes.Th. 440.4 earn by working,χρήματα Hdt.1.24
, Ar.Eq. 840, etc.;καινὸν βίον ἐκ τοῦ δικαίου And.1.144
, cf. Hes.Op.43 ;ἀργύριον ἀπὸ σοφίας Pl.Hp.Ma. 282d
;μισθοῦ τὰ ἐπιτήδεια X.Mem.2.8.2
.5 work at, practise, μουσικήν, τέχνας, etc., Pl.Phd. 60e, R. 374a, etc.;ἐπιστήμας X.Oec.1.7
; ἀρετὴν καὶ σωφροσύνην v.l. in Isoc.13.6 ; δικαιοσύνην, ἀνομίαν, Act.Ap.10.35, Ev.Matt.7.23.6 abs., work at a trade or business, traffic, trade,ἐν [γναφείῳ] Lys.23.2
;ἐν ἐμπορίῳ καὶ χρήμασιν D.36.44
;ἐν τῇ ἀγορᾷ Id.57.31
(also οἱ τὴν τετράγωνον (sc. ἀγοράν) ἐργαζόμενοι those who trade in the square, BCH8.126 (cf. Glotta14.73));κατὰ θάλατταν D.56.48
; τούτοις..ναυτικοῖς ἐ. trade with this money on bottomry, Id.33.4 ;δὶς ἢ τρὶς ἐ. τῷ αὐτῷ ἀργυρίῳ Id.56.30
; ταῦτα ἐ. thus he trades, Id.25.82 ; traders,Id.
34.51 ; οἱ ἐν Δήλῳ ἐ., = Lat. qui Deli negotiantur, CIG2285b ; esp. of courtesans, σώματι ἐ., Lat. quaestum corpore facere, D.59.20 ;ἐπὶ τέγους ἀπὸ τοῦ σώματος Plb.12.13.2
; ἀπὸ τῆς ὥρας Alexis Sam. ap. Ath.13.572f, Plu.Tim.14.III [voice] Pass., rarely in [tense] pres. and [tense] impf., D.H.8.87 ([etym.] ἐξ-), Hyp.Eux.35 : [tense] fut.ἐργασθήσομαι S.Tr. 1218
, ([etym.] ἐξ-) Isoc.Ep.6.8 : [tense] pf. εἴργασμαι (v. infr.): [tense] aor. 1 , Thphr.HP6.3.2, etc.1 to be made or built,ἔργαστο τὸ τεῖχος Hdt.1.179
;ἐκ πέτρας εἰργασμένος A.Pr. 244
;οἰκοδόμημα διὰ ταχέων εἰργ. Th.4.8
; λίθοι εἰργ. wrought stones, Id.1.93 ;γῆ εἰργ. X.Oec.19.8
;θώρακας εὖ εἰργ. Id.Mem.3.10.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργάζομαι
-
5 οικοδομημάτων
-
6 οἰκοδομημάτων
-
7 οικοδομήμασι
-
8 οἰκοδομήμασι
-
9 οικοδομήμασιν
-
10 οἰκοδομήμασιν
-
11 οικοδομήματα
-
12 οἰκοδομήματα
-
13 οικοδομήματι
-
14 οἰκοδομήματι
-
15 οικοδομήματος
-
16 οἰκοδομήματος
-
17 ώκοδομήματα
-
18 ᾠκοδομήματα
-
19 κυκλοτερής
A made round by turning (): generally, round, circular, κυκλοτερὲς μέγα τόξον ἔτεινε stretched it into a circle, Il.4.124;ἄλσος πάντοσε κυκλοτερές Od.17.209
; ὀφθαλμός, λιμήν, Hes.Th. 145, Sc. 208;σφαῖρος Emp.27.4
;φῶς Id.45
; [ὄρος] κυκλοτερὲς πάντῃ Hdt.4.184
;πλοῖα κυκλοτερέα ἀσπίδος τρόπον Id.1.194
; κ. κοιλίαι, of the sockets of bones, Hp.Art.61; ;κώθων Henioch. 1
;οἰκοδόμημα X.HG4.5.6
;κ. ὁ ὄγκος τῆς γῆς Arist.Cael. 294a8
;γράφουσι κ. τὴν οἰκουμένην Id.Mete. 362b13
;πεδίον κ. τὸ σχῆμα Str.4.1.7
. Adv. -ρῶς Placit.1.12.3
, Ach. Tat.Intr.Arat.21, Dsc.3.90, Gal.UP16.11. [[pron. full] ῡ always, by position.]Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κυκλοτερής
-
20 οἰκοδόμησις
A act or manner of building, Th.3.2,21, Pl.Grg. 455b, Arist.EN 1152b14, etc.: pl.,ναῶν οἰ. Pl.R. 394a
.II = οἰκοδόμημα, Id.Criti. 117a, Lg. 778e (both pl.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > οἰκοδόμησις
- 1
- 2
См. также в других словарях:
οἰκοδόμημα — building neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οικοδόμημα — το (Α οἰκοδόμημα) [οικοδομώ] οικοδομή, κτήριο («τὰ μὲν οἰκοδομήματα τῶν προαστείων ἔρημα εὕρισκον», Ηρωδιαν.) νεοελλ. μτφ. κάθε συγκροτημένο σύνολο (α. «το οικοδόμημα τού κράτους» β. «ολόκληρο το οικοδόμημα τών επιχειρημάτων του κατέρρευσε») … Dictionary of Greek
οικοδόμημα — το, ατος το κτίριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμφιθέατρο — Οικοδόμημα για θεάματα, τυπικό της ρωμαϊκής αρχιτεκτονικής. Βασικά αποτελείται από μια ελλειπτική κονίστρα, την αρένα (ονομάστηκε έτσι γιατί ήταν στρωμένη με άμμο και στα λατινικά, arena σημαίνει άμμος), γύρω από την οποία βρίσκονται σε κλιμακωτή … Dictionary of Greek
παγόδα — Οικοδόμημα θρησκευτικού χαρακτήρα, το οποίο συνδέεται με τη βουδιστική λατρεία, με μορφή πύργου, συνήθως από πέτρα, άλλοτε από ψημένο πηλό, σπάνια από ξύλο (Ιαπωνία). Είναι διαδεδομένη στην Ασία και ιδιαίτερα στην Ινδία, στην Κίνα, στην Ιαπωνία… … Dictionary of Greek
οἰκοδομημάτων — οἰκοδόμημα building neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήμασι — οἰκοδόμημα building neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήμασιν — οἰκοδόμημα building neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήματα — οἰκοδόμημα building neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήματι — οἰκοδόμημα building neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οἰκοδομήματος — οἰκοδόμημα building neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)